Skip to content

Η πρώτη φορά που ορειβάτες ανέβηκαν στην κορυφή του Ολύμπου.

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Τον Ιούλιο του 1913, ο φωτογράφος και εκδότης Frédéric Boissonnas (1858-1946) και ο συγγραφέας και κριτικός τέχνης Daniel Baud-Bovy (1870-1958) έφτασαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Το ζευγάρι, όντας δύο Ελβετοί υπήκοοι, είχε κάνει μια περιοδεία στην πρόσφατα απελευθερωμένη περιοχή της Ηπείρου, ενώ στη συνέχεια ταξίδεψε στην πόλη της Βόρειας Ελλάδας, μετά από πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης, για να δουν και να φωτογραφίσουν σκηνές από τις στρατιωτικές εκπαιδεύσεις.

Αξιοποιώντας στο έπακρο την περίοδο καραντίνας των οκτώ ημερών μεταξύ των δύο υποχρεωτικών εμβολίων της χολέρας που έπρεπε να κάνουν, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να εκπληρώσουν ένα μακροχρόνιο όνειρό τους και να εξερευνήσουν τον Όλυμπο.

Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, είχαν ήδη γίνει 25 αποτυχημένες προσπάθειες να κατακτηθεί το μυθικό βουνό από πολλούς ξένους εξερευνητές, επιστήμονες και ορειβάτες. Μεταξύ των λόγων για τους οποίους απέτυχαν ήταν και οι δυσκολίες που παρουσίαζε η μακρά περίοδος της Οθωμανικής κατοχής στην Ελλάδα, η καθιέρωση των ελληνοτουρκικών συνόρων στον Όλυμπο (1881-1912), η ανάγκη ξένων επισκεπτών να λάβουν άδειες, η απουσία χαρτών και πληροφοριών, αλλά και η δυσκολία στην εξασφάλιση στρατιωτικών συνοδών και οδηγών βουνού μιας και υπήρχαν συχνά στρατιωτικές συγκρούσεις και πολλές ληστείες στην περιοχή.

Το απόγευμα της 28ης Ιουλίου, οι Boissonas και Baud-Bovy έφτασαν στο Λιτόχωρο έχοντας ταξιδέψει με πλοίο από τη Θεσσαλονίκη -όπως γινόταν συνήθως εκείνη την εποχή. Δέσμευσαν έναν κυνηγό αγριοκάτσικων με το όνομα Χρήστος Κάκκαλος (1882-1976) για οδηγό τους και ξεκίνησαν το επόμενο πρωί για τη Μονή του Αγίου Διονυσίου, όπου και έφτασαν το μεσημέρι. Έπειτα, ακολούθησαν ένα παλιό μονοπάτι ανηφορικά στα βόρεια του μοναστηριού και κατασκήνωσαν σε μια τοποθεσία γνωστή ως Πετροστρούγκα για τη νύχτα.

Στις 30 Ιουλίου ανέβηκαν στην κορυφή της Σκούρτας περνώντας από τον λεγόμενο Κόκκινο Βράχο. Αφού διέσχισαν μια κορυφογραμμή, έφτασαν στην άκρη ενός οροπεδίου, το οποίο ονόμασαν αμέσως Prairie dex Dieux (Λιβάδι των Θεών).

Στη συνέχεια ανέβηκαν στις κορυφές του Προφήτη Ηλία και της Τούμπας, οι τελευταίες από τις οποίες ονομάστηκαν Jacques Philippe, προς τιμήν του βοηθού τους και άρχισαν να εξερευνούν το υψηλότερο σημείο του Ολύμπου. Ονόμασαν αυτή την κορυφή Trone de Zeus (Θρόνος του Δία), ενώ έδωσαν στην κορυφή του Σκολιό το όνομα Tete Noire (Black Head) – ίσως επειδή η πλευρά αυτή ήταν στη σκιά του ήλιου εκείνη τη στιγμή.

Διασχίζοντας το οροπέδιο ανέβηκαν απότομα και σε δύο ώρες έφτασαν στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε μια καλύβα ξυλοκόπων. Η περιγραφή τους δείχνει ότι κατέβηκαν από την άκρη του κόλπου της Γούρνας κάτω από την κορυφογραμμή Στεφάνι, κατ’ ευθείαν σε μια τοποθεσία που πλέον είναι γνωστή ως Καλύβα (σε υψόμετρο 1.960 μ.). Εκεί, εντόπισαν μια διαδρομή προς την υψηλότερη κορυφή, ενώ λίγο αργότερα κατέβηκαν κατά μήκος της χαράδρας Μαυρολόγγου και του ποταμού Ενιπέα για να καταλήξουν στη Μονή του Αγίου Διονυσίου εκείνο το βράδυ.

Στις 31 Ιουλίου η ομάδα άρχισε να επιστρέφει πίσω, αλλά αφού διένυσαν μια μικρή απόσταση, πήραν την απόφαση να προσπαθήσουν να ανέβουν στην υψηλότερη και -μέχρι στιγμής- ανεξερεύνητη κορυφή του Ολύμπου.

Προχώρησαν προς τα πάνω και έφτασαν στην τοποθεσία Πριόνια, όπου κατασκήνωσαν για ένα βράδυ και χτυπήθηκαν από μια τρομερή καταιγίδα που μαινόταν όλη τη νύχτα. Την επόμενη, παρά την εξάντλησή τους, ανέβηκαν στη χαράδρα του Μαυρολόγγου και το απόγευμα έφτασαν για άλλη μια φορά στην καλύβα των ξυλοκόπων όπου και πέρασαν τη νύχτα. Η ομάδα αποτελούνταν πλέον από τους Frédéric Boissonnas, τον Daniel Baud-Bovy, τον Χρήστο Κάκκαλο, έναν κυνηγό που ονομαζόταν Νίκος Μπιστίκος και έναν βοσκό τον Αθανάσιο Κατράντζη κι ένα μικρό παιδί.

Πριν από την αυγή ξεκίνησαν σε δύσκολες καιρικές συνθήκες με έντονη ομίχλη, χαλάζι και δυνατούς ανέμους. Μετά από μια επίπονη ανάβαση μέσα από μικρές ρεματιές, σχισμές και απότομους και ολισθηρούς βράχους έφτασαν στην κορυφογραμμή της Σκάλας, όπου ο Νίκος Μπιστίκος και ο Αθανάσιος Κατράτζης έμειναν πίσω.

Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας συνέχισαν μέσα στην ομίχλη με τον Χρήστο Κάκκαλο να οδηγεί την ομάδα χωρίς παπούτσια, ενώ οι δύο Ελβετοί ήταν δεμένοι μεταξύ τους με σχοινί.

Στις 9 το πρωί έφτασαν σε μια διαβρωμένη κορυφή η οποία θεωρήθηκε, αρχικά, ως το υψηλότερο σημείο του Ολύμπου και πήρε τ’ όνομα Pic de la Victoire (κορυφή της νίκης), προς τιμήν του βασιλιά Κωνσταντίνου και του θριάμβου των Ελληνικών στρατευμάτων στο Σαραντάπορο. Εκεί, οι Ελβετοί ορειβάτες έγραψαν λίγα λόγια για την ανάβαση σε μια μικρή κάρτα, την έβαλαν σε ένα μπουκάλι και το τοποθέτησαν προσεκτικά κάτω από ένα σωρό πέτρες για να το προστατεύσουν (βρέθηκε 14 χρόνια αργότερα και στάλθηκε στην Ελβετία, αλλά σήμερα εκτίθεται στο μουσείο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης στην Αθήνα)..

Συγκεκριμένα έγραφε: «Σήμερα, στις 2 Αυγούστου 1913, στις 9 το πρωί, αφού περάσαμε τη νύχτα σε μια καλύβα ξυλοκόπων στο Μαυρόλογγο και με τη συνοδεία του Χρήστου Κάκκαλου, ο οποίος ήταν ο μόνος που ανέβηκε στην κορυφή, ενώ οι Νίκος Μπιστίκος από το Λιτόχωρο και ο βοσκός Αθανάσιος Κατράτζης έμειναν πίσω, φτάσαμε στην κορυφή του Ολύμπου την οποία ονομάσαμε Κορυφή της Νίκης, προς τιμήν του Βασιλιά Κωνσταντίνου».

Ωστόσο, όταν ο καιρός καλυτέρεψε για λίγο είδαν μια άλλη κορυφή, ψηλότερα, και συνειδητοποίησαν το λάθος τους. Απογοητευμένοι, κατέβηκαν από την απόκρημνη κορυφή και άρχισαν να επιστρέφουν στην κατασκήνωση.

Ο Χρήστος Κάκκαλος με το κεφάλι του χαμηλωμένο σταμάτησε, ενώ κοντά του βρισκόταν η απότομη διαδρομή που οδηγούσε στην υψηλότερη κορυφή «Θα ανέβουμε;» ρώτησε και οι δύο Ελβετοί ορειβάτες έγνεψαν καταφατικά.

Ήταν μια απόφαση που είχαν πάρει όλοι εξ’ αρχής, ο καθένας για τον εαυτό του, χωρίς να ανταλλάξει λέξη. Χωρίς να πουν κάτι, ο Κάκκαλος άφησε τον φωτογραφικό εξοπλισμό που κουβαλούσε και προχώρησε μπροστά, ανεβαίνοντας αποφασιστικά πάνω στα ολισθηρά και επικίνδυνα βράχια, ενώ τον ακολουθούσαν οι δύο Ελβετοί άντρες. Κάπως έτσι έφτασαν στο τέλος. Έφτασαν στην κορυφή.

Έτσι, στις 2 Αυγούστου 1913, στις 10:25 το πρωί, η ψηλότερη κορυφή στην Ελλάδα, η -μέχρι τότε- απάτητη κορυφή του Ολύμπου, κατακτήθηκε από τους Χρήστο Κάκκαλο, Frédéric Boissonnas και Daniel Baud-Bovy. Αυτή η ανάβαση και η κατάκτηση της κορυφής, που ονόμασαν Pic Veniselos (κορυφή Βενιζέλου), αναγνωρίστηκε επίσημα το 1919 με τη δημοσίευση του βιβλίου La Grèce Immortelle.

Ο Χρήστος Κάκκαλος έγινε αργότερα (1932) ο πρώτος επίσημος οδηγός του Ολύμπου, ολοκληρώνοντας την τελική του ανάβαση στην κορυφή του Μύτικα (η ψηλότερη κορυφή στα 2.918μ.)

Η ολοκλήρωση της πρώτης ανάβασης του Ολύμπου προσέλκυσε το ενδιαφέρον ξένων ορειβατών που, μετά τη δημοσίευση βιβλίων από τους δύο Ελβετούς πρωτοπόρους, άρχισαν να επισκέπτονται την Ελλάδα και τον Όλυμπο. Παράλληλα, άρχισαν να εκδίδουν έργα που επαινούσαν την ασύγκριτη ομορφιά του βουνού και της Ελλάδας.

Έκτοτε, πάνω από 1.000.000 ορειβάτες και επισκέπτες από όλο τον κόσμο έχουν επισκεφτεί τον Όλυμπο, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του αλπικού τουρισμού στην ευρύτερη περιοχή της Πιερίας και της Λάρισας.

______________________

Με πληροφορίες από το greece-is.com

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Beater Essentials #12: Το Beater.gr επιλέγει τα τραγούδια της εβδομάδας!
«Ω! Κράτος», το ποίημα της Παρασκευής.