Skip to content

Παίζοντας κρυφτό με έναν παπαγάλο στην Αθήνα

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου

«Μάρθα, που είσαι κορίτσι μου; Καλημέρα καλημέρα ναι! Υγειαίνετε. Θα πας πρώτα από τη μάνα σου; Να πας, εδώ θα ‘μαι εγώ, να έρθεις να πιούμε καφέ.» Ο Μίχος έβαλε τα χέρια του κι ίσιωσε το παντελόνι στη μέση του. Ήταν όρθιος στο κατώφλι από το μαγαζί του και το πουκάμισο του λεπτό και λευκό, άφηνε να φανεί το φανελάκι στον δυνατό ήλιο. Κοίταξε εκεί όπου βάδιζε η Μάρθα, μάσησε τα χείλη του, κι ύστερα, στράφηκε στην τσάκιση από το κοντό μανίκι, είδε ένα μικρό χνούδι και το έδιωξε. Γύρισε μπήκε, και κάθισε αμέσως. «Ρε άντε γαμήσου κι εσύ» είπε και σήκωσε το κεφάλι του προς το βάθος από τους διαδρόμους με τους ντενεκέδες με τα χρώματα. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι. Δεν ακούστηκε τίποτα. Μόνο ένας μικρός θόρυβος που ίσα που έφτανε για απάντηση. «Ρε άντε γαμήσου. Θα έρθει ρε. Και να μην έρθει, θα έρθει ρε. Δε με νοιάζει ρε! Να μην έρθει κανένας ρε»

Πέρασαν κάποιες ώρες. Ο ήλιος άρχιζε να μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα. Ο Μίχος ακουγόταν από το βάθος να αλλάζει τη θέση από τις λεκάνες που είχε αφήσει στο κήπο. Φαινόταν από την πόρτα να πιέζει με το δάκτυλο του το λάστιχο και να βρέχει όλο τον τόπο στέλνοντας δυνατά το νερό σε μια λεκάνη. Το νερό έπεφτε πάνω στους κατιφέδες και στις πετούνιες μέχρι ο Μίχος να πάρει το δάκτυλο και να φέρει το λάστιχο για να ποτίσει το χώμα στις γλάστρες τους. «Τα έχεις ξεκάνει ρε Μίχο!» του φώναξε ο Αντρέας από τη πόρτα «Ρε γάμησε τα, έχω φάει τη μέρα να καθαρίζω» «Πέτα τις γλάστρες ρε, έχεις τρελαθεί με τις γλάστρες, έχεις γεμίσει τον κήπο γλάστρες» «Ο παπαγάλος ρε. Του αρέσει εδώ. Αν δεν έχω φυτά στον κήπο θα μου μασουλάει τα λάστιχα. Κάθε Άνοιξη περνάει ώρες εδώ. Θα μου έφευγε νομίζω αλλιώς.» «Έχεις και τον παπαγάλο, ναι. Ξεχνάω τον παπαγάλο.» «Τι θες εσύ;» είπε ο Μίχος «Τίποτα μωρέ έτσι πέρασα, να δω τι κάνεις. Θα έρθεις το βράδυ, ε;» Ο Μίχος έμεινε τότε για λίγο σιωπηλός, τον κοίταξε στα μάτια και έβγαλε μια πετσέτα και σκούπισε τα δάκτυλα του ένα-ένα. «Θα είναι και το αρχίδι;» τον ρώτησε «Έλα, μη μιλάς έτσι.» «Πες ρε, θα ΄ναι;» «Η αυλή του θείου του είναι, εσύ τι λες δε θα ναι;» Ο Μίχος τότε βημάτισε στο εσωτερικό του διαδρόμου και κάτι μουρμούρισε, αλλά όταν ο Αντρέας τον ρώτησε τι είπε γιατί δεν άκουσε δεν απάντησε, αλλά χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. «Ε Μίχο, κρυφτό θα παίξουμε τώρα;»

Ο Μίχος δεν απάντησε κι ο Αντρέας αναστέναξε και κάθισε στην καρέκλα που είχε μπροστά στο ταμείο. Πήρε τον καπνό του Μίχου κι έστριψε ένα τσιγάρο, πάτησε και τη μηχανή να ανοίξει το συρτάρι και πήρε τον αναπτήρα. Κράτησε το τσιγάρο πάνω στο γόνατο του και φώναξε άλλη μία φορά «Ε Μίχο!» χωρίς να πάρει απάντηση. Μουρμούρισε κάτι και μετά σηκώθηκε και πήγε και στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του, τον έφερε δυο στροφές μέσα στην παλάμη του, μισόκλεισε τα μάτια του. Κάθισε έτσι ένα δευτερόλεπτο με τον ήλιο του μεσημεριού να τον φωτίζει και να κάνει τους λεκέδες στο καφέ γιλέκο του και στο καφέ παντελόνι του τρύπες από σκιά. Άνοιξε τα μάτια του ρούφηξε μια δυνατή ανάσα και έσκυψε να πιάσει τα φύλλα από τον ιβίσκο δίπλα στην πόρτα κι έφερε τα δάκτυλα στη μύτη του. «Ε Μίχο» φώναξε στρέφοντας τον κορμό του, χωρίς να πάρει πάλι απάντηση. Πήρε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο κι ο ήχος, μόνος του στον άδειο δρόμο στις δύο το μεσημέρι σταμάτησε λίγο μετά τις γλάστρες που είχε δίπλα στην είσοδο ο Μίχος. Το ήρεμο αεράκι ήταν ακόμα κρύο, και ο Αντρέας, κρατώντας το τσιγάρο στο στόμα του, κούμπωσε τα μανικετόκουμπα και το τελευταίο κουμπί από το πουκάμισο του. Πήρε το τσιγάρο στα δάκτυλα του, πήρε άλλη μια ρουφηξιά, κοίταξε ότι η καύτρα είχε φτάσει σχεδόν στα δάκτυλα του και το πέταξε μέσα στη γλάστρα στα δεξιά του. «Ρε δε μου γαμιέστε από μια φορά όλοι σας;» είπε μόνος του. «Ποιοί να γαμηθούνε ρε;» άκουσε από πίσω του να λέει ο Μίχος και τον είδε να σκύβει και να παίρνει την καύτρα μέσα από τη γλάστρα και να του τη βάζει στην τσέπη από το γιλέκο του. «Σου έχω πει, όχι εδώ» του είπε με ένα απειλητικό χαμόγελο «Κι αυτόν τον παίρνω πίσω» συμπλήρωσε και του έδειξε τον αναπτήρα του που έβγαλε από την τσέπη του. Ο Αντρέας τον κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλήσει «Ένα τσιγάρο ήταν ρε μαλάκα. Δε θα σου σκοτώσει την αζαλέα.» σταμάτησε για μια στιγμή και συνέχισε «Παίζεις κρυφτούλι. Τι παίζεις κρυφτούλι; Θα ερχόταν, δεν το ήξερες ότι θα ερχόταν;» Ο Μίχος του έδωσε τον αναπτήρα και τον καπνό και του είπε «Στρίψε και για μένα ένα ρε, τα χέρια μου είναι βρεγμένα ακόμα. Πάω να φέρω από μέσα.» «Τι θα φέρεις;» «Βγάλε ρε τις καρέκλες έξω και μη μιλάς.» ακούστηκε από μέσα. Ο Αντρέας σήκωσε και τις δύο καρέκλες μπροστά από το ταμείο κι αφού τις πέρασε με δυσκολία από τη στενή πόρτα, τις άφησε μπροστά από τις γλάστρες. Κάθισε, έκανε και με το χέρι του να διώξει τα ζουζούνια, έβαλε τον καπνό κάτω από τη μασχάλη και βαριανασαίνοντας έστριψε τα δύο τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο.

«Ρακή ρε μαλάκα. Ρακή θα φέρω! Να μπουκάλι περιεκτικό. Θα πάμε ζεσταμένοι στην αυλή, να τον γράφω πιο καλά» άκουσε τον Μίχο να λέει παίρνοντας θέση στη διπλανή του καρέκλα. «Ρε Μίχο, πράγματα είναι αυτά τώρα; Θα τσακωθείς για κάτι που έγινε τόσα χρόνια πριν;» «Ρε, ποιός μίλησε για τσακωμούς; Θα τον γράφω σου λέω! Τραπέζι δεν έφερες; Στα γόνατα θα τα πιούμε ρε;» «Πάω, τώρα πάω, κράτα το τσιγάρο» είπε ο Αντρέας κι έκανε ένα βήμα πριν σταθεί στο κατώφλι. «Ακούς Αντρέα; Φέρε κι από το ψυγείο ένα πιατάκι με σκουμπρί που έχω. Αλλά πρώτα το τραπέζι ε; Να έχουμε να το βάλουμε» φώναξε ο Μίχος χωρίς να δει ότι ήταν ακόμα δίπλα του. «Τι είναι ρε;» «Ρε Μίχο, μήπως καλύτερα να μην πας ρε;» «Τι είναι τώρα ρε; Φαγώθηκες να πάω και μην κρατάω μανιάτικο που μου φάγε τη μισή την επιχείρηση και περασμένα ξεχασμένα και τώρα μου λες να μη πάω;» «Ε, τώρα θυμήθηκα, θα είναι κι η Μάρθα το βράδυ» Ο Μίχος δεν είπε τίποτα. Κάθισε ένα λεπτό με το τσιγάρο στο στόμα το μπουκάλι τη ρακή στο ένα χέρι δίπλα στο δεξί του πόδι και το ποτήρι πάνω στο γόνατο του. Ο Αντρέας έσφιξε τα χείλη του και είπε ένα «Σκέψου το» κι ένα «Πάω μέσα εγώ» που δεν ακούστηκε τόσο όταν ο Μίχος έμεινε μόνος του. Καθισμένος στην ψάθινη καρέκλα σήκωσε το κεφάλι του να δει ότι ο ήλιος είχε πάρει να κατεβαίνει πίσω από τα δέντρα στο πάρκο, απλώνοντας τις σκιές τους μέχρι τα πόδια του. Γύρισε να δει μέσα από την πόρτα το κομμάτι της αυλής που φαινόταν. Το λάστιχο ήταν όπως το είχε παρατήσει, κουλουριασμένο στο τσιμέντο και το νερό έσταζε ακόμα από την κόκκινα γεράνια. Ο αέρας είχε καταφέρει κι είχε τρυπώσει στην μικρή αυλή και ζωντάνευε τα κλωνάρια του σε ένα λίκνισμα. Ακόμα γυρισμένος εκεί, έφερε το χέρι που κρατούσε το ποτήρι να πάρει το τσιγάρο από το στόμα του και, ξαφνικά, ένιωσε ένα γράπωμα. «Ρε γαμημένο παλιοπούλι! Τώρα ήρθες ε; Τώρα ε; Άντε ρε γαμήσου! Ναι ρε, δεν ήρθε. Ναι ρε, θα είναι το βράδυ που θα είναι κι ο άλλος! Άντε ρε γαμήσου! Δώσε ρε! Φύγε ρε σου λένε! Παράτα με!»

Γύρισαν όταν ξημέρωνε από το γλέντι στην αυλή. Όταν φτάσανε μπροστά στο μαγαζί, ο Αντρέας ρώτησε το Μίχο αν είναι εντάξει κι εκείνος με μισόκλειστα τα μάτια σήκωσε το χέρι μέχρι το κεφάλι του, έγνεψε και τον χτύπησε στον ώμο. Ο Μίχος ρώτησε ένα «Σίγουρα;» κι απάντησε μόνος του ένα «Εντάξει» και τον βοήθησε να καθίσει στην καρέκλα, τον ρώτησε αν θέλει τίποτα άλλο, αν είναι εντάξει, κι ο Μίχος, αναπνέοντας βαριά, του είπε ότι δε θέλει τίποτα, ότι είναι εντάξει, ότι θα καθίσει μέχρι να ξημερώσει, γιατί μυρίζει ωραία ο αέρας, τέτοια ώρα ανοιξιάτικα». Και όταν φώτισε με ένα χαμόγελο το ανοιξιάτικα έβαλε το χέρι του Αντρέα μέσα στο δικό του, τον συγκράτησε που πήγε να φύγει και του είπε «Δεν πειράζει ρε. Αυτή να ΄ναι καλά». Ο Μίχος του είπε «Τα λέμε από αύριο» και τον άφησε – όπως πίστεψε – να αποκοιμηθεί στην καρέκλα δίπλα στις γλάστρες.

Το ίδιο απόγευμα πέρασε να τον δει, και τον βρήκε στην ίδια θέση που τον άφησε. Ταλαιπωρημένος αλλά με φρέσκο πουκάμισο και χτενισμένα τα μαλλιά. «Τι έγινε ρε; Εντάξει από χθες;» είπε όταν έφτασε δίπλα στην καρέκλα που καθόταν. «Ναι ρε. Όλα καλά, μασάμε τώρα από το Μαρθάκι. Να πάει μ’ όποιον θέλει». «Α» έκανε ο Αντρέας κι έκανε να μπει στο μαγαζί. «Πάνω στον πάγκο τα τσιγάρα» του φώναξε ο Μίχος. «Αναπτήρας εδώ» «Ρε» είπε ο Αντρέας βγαίνοντας, «Γάμα τα τσιγάρα! Πέταξες τις γλάστρες;» «Ναι ρε, τις έδωσα σουτ το πρωί. Γάμα τες ρε. Πολύ ζουζούνι» «Κι ο Πέπε;» «Ξέρω γω; Σκοτούρα κι αυτός. Αν θέλει, να ξανάρθει χωρίς τις γλάστρες. Τι κοιτάς ρε; Αυτό που σου λέω! Φέρε το τραπέζι.»

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Ο Flea των Red Hot Chili Peppers κάνει τις λέσχες ανάγνωσης cool!
#AloneTogether: 34 αφίσες για την κρίση της πανδημίας φτιαγμένες για λογαριασμό του Dazed.