«Mετάλλιο Μ.Μ.», το ποίημα της Παρασκευής.
Οι σκάλες κατεβαίνουν όλο και πιο βαθιά. Κάθε εννιά σκαλοπάτια ένα πλάτωμα, το πολύ δυο βήματα μήκος. Κάθε σκαλοπάτι ψηλό. Με κάθε διασκελισμό η κάθοδος γίνεται ορμητικότερη. Αδύνατον να κάνεις στάση. Πίσω η πυραμίδα μεγαλώνει, κερδίζει συνέχεια ύψος. Η κορυφή της τώρα σκεπάζει τον ήλιο. Τα χρώματα σβήνουν. Απλώνεται ψύχρα. Πρώτα στο σώμα. Ύστερα παντού, στον αέρα.
Ξαφνικά χώμα. Σκούρο χώμα, παχύ, που σε καλεί. Η πρώτη ιδέα είναι να ρίξεις επάνω στο σώμα σου χώμα να σε ζεστάνει. Να τυλιχτείς, να σε σκεπάσει. Τα χέρια το πιάνουν, το ανακινούν, το σκάβουν. Τα δάχτυλα νιώθουν κάτι σκληρό. Το χώμα παραμερίζει, ξεθάβεται μια ολόκληρη επιφάνεια καλυμμένη από δουλεμένο χρυσάφι. Δουλεμένο για να ντύσει ανθρώπινο σώμα. Λαιμό, καρπό, μπράτσα, κνήμες, μέση. Σηκώνω το χρυσό περιδέραιο, το περνάω στο στέρνο. Το αίμα αναπηδά σαν ανάσα.
Της Κλαίρης Μιτσοτάκη, από τη συλλογή Μετάλλια, Ίκαρος 1993
Αφιερωμένο στον Μίμη Μαρωνίτη.