Skip to content

Μια συλλογή με 4 «ηχηρά» ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη.

AUTHOR

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Σαν σήμερα, το 1977 σε ηλικία 65 ετών, πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας και ποιητής Μενέλαος Λουντέμης, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια πολιτιστική, λογοτεχνική και κοινωνική κληρονομιά. Το ύφος του στρέφεται στον κοινωνικό ρεαλισμό έχοντας έναν ιδιόμορφο, «ερασιτεχνικό» τρόπο γραφής που σαν κύριο στόχο είχε, όχι την τέχνη, αλλά την απλότητα και την αυτούσια καταγραφή της πραγματικότητας αναδεικνύοντας τις υφιστάμενες ανισότητες – που λίγο πολύ βρίσκουν θέση και στο σήμερα.

Τα έργα του ανήκουν στο λογοτεχνικό ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ενώ χαρακτηριστική είναι η ζωντάνια των τοπίων και των προσώπων που αποτυπώνει με την πένα του, με κυρίαρχο τον μελοδραματισμό, τη βιωματική γραφή και ποικίλα ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Στις δημιουργίες του βρίσκει κανείς την τάση του να έχει ως κεντρικό πρόσωπο  τον αφηγητή, ο οποίος ανήκει στο περιθώριο και σε καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Περίοπτη θέση στον συγγραφικό του κόσμο καταλαμβάνουν η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας και η δυστυχία που εδρεύει στον κόσμο. Παρακάτω συλλέξαμε μερικά -κατά τη γνώμη μας- από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματά του.


Ας μη μετρήσουμε

Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη-
που ‘χουν τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.

Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!

από την συλλογή «Το σπαθί και το φιλί», εκδόσεις Δωρικός.


Αγαλματοποιία

Μη γυμνώνετε τα είδωλα
(τα είδωλα είναι γυμνά).
Γυμνώστε καλύτερα τους θεούς
ντύστε τους ανθρώπους!

Περιθάλψτε τα όνειρα.
– Τα καημένα τα όνειρα –
που τριγυρνούν ξυπόλητα
ζητιανεύοντας λίγη σάρκα.

Χαμηλώστε τ΄ αγάλματα!
Στην ανάγκη γκρεμίστε τα!
Τα μεγάλα αγάλματα
μικραίνουν τους ανθρώπους.

Τα κρύα μάρμαρα
παγώνουν τους ζεστούς ανθρώπους.
Κι οι άψυχοι στρατηγοί
σκοτώσανε τους ζωντανούς μας!

Μην κάνετε λοιπόν αγάλματα
ούτε και για παιχνίδια παιδικά.
Γιατί κάποτε τα σπασμένα στρατιωτάκια
(που σήμερα γεμίζουν τους σκουπιδότοπους)
αύριο θα γεμίζουν τα νεκροταφεία.

από τη συλλογή, «Τα ποιητικά», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (1999).


Πρωιναί εκτελέσεις

Χτες την αυγή εκτελέσανε την Αλήθεια
ένα εκτελεστικό απόσπασμα από Ψέματα,
αραδιασμένα στη σειρά.
Όπως τα μπουκαλάκια στα φαρμακεία.

Όλα όμως έγιναν άμεμπτα
με άκρα προσοχή και τάξη.
Μία μόνο παραφωνία σημειώθηκε
όταν κάποιος απ΄ το ακροατήριο
ζητούσε (πράματα πρωτάκουστα…)
Να στηθούν, λέει, τα ψέματα στον τοίχο
για να εκτελεστούν απ΄ τις Αλήθειες!
Αν μπορούν να γίνουν τέτοια πράματα.

Μα ένα τέτοιο πράμα
μόνο σ΄ έναν τρελό, έναν θεότρελο κόσμο,
μπορείς να το επιτρέψεις.
Ενώ εμείς –όπως είναι γνωστό-
ζούμε στον «τελειότερον των κόσμων».

Μετά την εκτέλεση
ένας γαντοφορεμένος αξιωματικός
έσκυβε πάνω από κάθε νεκρό
και του μοίραζε από μια χαριστική βολή.
Γιατί – τι ξέρεις τι μπορεί να συμβεί
σ΄ έναν τόσο αληθινό κόσμο;
Μπορεί –κατά λάθος-
Να ντουφεκιστεί και κανένα ψέμα!

από τη συλλογή, «Τα ποιητικά», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (1999).


Αναμονή

Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει − κείνος
που δεν έχει τι να περιμένει
κι όμως περιμένει.

Σε περιμένω.
Γιατί αν πάψω να περιμένω,
είναι σα να πάψω να βλέπω,
σα να πάψω να ελπίζω −
να πάψω να ζω.

Αβάσταχτο είναι
πικρό είναι…
να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
κι όμως να μην είσαι ναυαγός
ούτε και σωτήρας,
παρά μόνο ναυάγιο!

Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς τι περιμένει
ένας που χάθηκε στην έρημο.
Ένα δέντρο, λίγο νερό, ένα δρόμο.
Προπάντων ένα δρόμο περιμένει.
Κι ας μη βγάζει πουθενά.

από τη συλλογή «Κοντσέρτο για δύο μυδράλια κι ένα αηδόνι», εκδόσεις Δωρικός (1975)

AUTHOR

Beater.gr

Loading...
Ο ιδιαίτερος hip-hop ήχος του VoxPopuli στην πρώτη του κυκλοφορία για φέτος!
Αποκλειστικό: Δείτε το νέο video clip της Ειρήνης Σκυλακάκη για το κομμάτι Under Water!