Skip to content

Το Μακαμπίρ του Μανόλη Σφακιανάκη στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Μεσημέρι Παρασκευής, 25 Ιουνίου: συζήτηση με τον Μανόλη Σφακιανάκη με αφορμή την προβολή του Μακαμπίρ [Maqabir] στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η ίδια η έννοια του «Μακαμπίρ», η τελετουργία, το χιούμορ και η συνάντηση ή η επίσκεψη ως θεραπείες, το εφήμερο και η συνθήκη που ίσως ήρθε για να μείνει αλλά και η αισιοδοξία, τελικά, που ο ίδιος ο σκηνοθέτης κρατά στοιχειοθετούν το κείμενο που ακολουθεί.

Έχοντας παρακολουθήσει το Μακαμπίρ –τη συναισθηματική καταγραφή μιας απρόσμενης αλλαγής στην καθημερινότητα, την προσωπική αφήγηση που αντανακλάται και συμπληρώνεται από τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τις εγκιβωτισμένες αλληγορίες– μπορώ να πω πως το ντοκιμαντέρ κατορθώνει να μας υπενθυμίσει τις ιστορικές συνάφειες που δυνητικά εντοπίζονται παντού. Συχνά, όμως, τις αγνοούμε, τις φέρνουμε στα μέτρα μας, θα έλεγε κανείς – τόσο την ιστορική όσο και τη δική μας πραγματικότητα.

 

Πώς αισθάνεστε τώρα για όλα όσα καταγράψατε στο Μακαμπίρ; Πώς φαντάζουν ένα χρόνο και κάτι μετά;

Με πιάνει, όσο το σκέφτομαι, ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη. Εάν ξαναθυμηθώ δηλαδή τις πορείες μου, την καθημερινή μου επαφή τότε [την Άνοιξη του 2020]… Και απ’ τα μέρη ακόμα όταν περνάω νιώθω ένα ρίγος. Ήταν τόσο δυνατή εκείνη η εμπειρία, η περσινή, η πρώτη καραντίνα, η Άνοιξη εκείνη δηλαδή που δε θα ξεχάσω ποτέ μου… Όπως είδατε, κάποιος μιλά στο τέλος του ντοκιμαντέρ για την υπομονή· αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα, δεν έχουμε μάθει να έχουμε υπομονή. Κάθε χρόνο θα πρέπει να γινόμαστε πιο σοφοί, ίσως αυτό να κρατήσουμε, αν δεν ακούγεται βαρύγδουπο. Μια σοφία μεγαλύτερη απέναντι στις αναποδιές.

Μια σοφία που ίσως αναδεικνύεται μέσα από πολλαπλές αλληγορίες, από τις τελετουργίες της θρησκευτικής ζωής ή εκείνης των ευγενών-γιατρών στις τελετουργίες του σήμερα που όλοι καλούμαστε να ακολουθούμε.

Ξεκινήσατε από την ίδια την ιστορία, εκείνη του 16ο αιώνα, ή είναι η ιστορική συσχέτιση ένα κεφάλαιο που προέκυψε στην πορεία;

Επειδή διαβάζω και μου αρέσει πολύ η ιστορία αυτής της πόλης, όταν άρχισα να κινηματογραφώ αυτή την κατάσταση κάπως ένιωσα την ανάγκη να ξαναγυρίσω στα διαβάσματά μου, να δω αν υπήρχε εκεί κάτι. Και όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν εκτενώς καταγεγραμμένο. Αυτό μου έδωσε τελικά και το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας. Και πέρυσι όμως είχε παίξει μια άλλη ταινία στο Φεστιβάλ, λεγόταν Η Πύλη του Σκοταδιού, η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία της πόλης του Ηρακλείου από τους Τούρκους, τον 17ο αιώνα. Πρέπει να πω επίσης πως παράλληλα με τα γυρίσματα διάβαζα τις αναφορές που έστελναν στη Βενετία τότε, και επίσης το μοναστηριακό Χρονικό που είναι αγνώστου τινός, καθώς βρέθηκε σε ένα από τα μοναστήρια της Κρήτης και μιλούσε παράλληλα για αυτή τη συγκλονιστική συνθήκη του 1592.

Επιστρέφοντας στο Μακαμπίρ, αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο τίτλος, ως έννοια, γίνεται μια τέτοια αλληγορία; Η αφήγησή σας, που είναι κάθε άλλο παρά ηγεμονική, μάλλον συναισθηματική και αληθινή, νιώθω πως μας φέρνει πιο κοντά στη διαδικασία προς το «Μακαμπίρ», μια λέξη που φαίνεται να φέρουμε τρόπον τινά μέσα μας.

Το ένα σκέλος φαίνεται να έρχεται από μόνο του. Εξάλλου, υπάρχει μια άλλη τρομερή κουβέντα –αυτό ήταν για μένα τόσο δυνατό–, του ανθρώπου εκείνου που είναι μόνος του μέσα σε μια αγορά κλειστή και λέει: ακόμα και ο πεθαμένος δε σκέφτεται πως θα πεθάνει, σκέφτεται πως θα ζήσει –συγκλονιστική κουβέντα. Η ζωή είναι γλυκιά, λέει ο ίδιος άνθρωπος.

Και έχετε δίκιο για αυτό το πολλαπλό. Χαίρομαι αν βγήκε. Γιατί, ξέρετε, όταν δημιουργείς κάτι, το αφήνεις μετά στα χέρια των άλλων· ο καθένας ταξιδεύει με αυτό, όπως μπορεί.

Εγώ χαίρομαι επίσης γιατί πολλοί από τους ανθρώπους –αν αυτό βοηθά τη σκέψη και των δύο μας– αντιμετώπισαν τη συνθήκη αυτή και με πολύ χιούμορ.

Πράγματι, παρατήρησα με μεγάλο ενδιαφέρον το χιούμορ των ανθρώπων που μοιράστηκαν στιγμές μαζί σας. Το χιούμορ γίνεται αλήθεια μια μορφή θεραπείας –έστω εφήμερης– και αντιμετώπισης των μεταβαλλόμενων συνθηκών της ζωής μας. Πώς βιώσατε την εμπειρία των γυρισμάτων και την επαφή με τους ανθρώπους που και εμείς συναντάμε μέσα από το ντοκιμαντέρ;

Ήμουν ολομόναχος σε μια άδεια πόλη και οι άνθρωποι όλο κάτι λέγανε. Μες το θάνατο ξέρετε είναι ο έρωτας – και πόσο μάλλον ο έρωτας των ηλικιωμένων ανθρώπων, δεν είναι αυτός ο εύκολος έρωτας των νέων.

Όταν γύριζα πίσω απ’ τα γυρίσματα είχα, καθ’ όλη αυτή την πρώτη καραντίνα, να λέω κάτι στη γυναίκα μου, να της διηγούμαι αυτή την περιπέτεια, την έξω, όντας ολομόναχος σε μια πόλη – αυτό της περιέγραφα: τους ανθρώπους, την κυρία Ιουλία τη μανάβισσα που λέει «μου ’ρθε να πετάξω το καφάσι στον άλλο» με τις συνωμοσίες και αυτά. Ήταν ένα γέμισμα για μένα, μια φοβερή ψυχοθεραπεία. Ναι, ξεκίνησε ως ψυχοθεραπεία και κατέληξε να είναι ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, ένα κοινωνιολογικό σύνολο, ας πούμε, όπως το εκλαμβάνει ο καθένας.

Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζετε διαφορετικές οπτικές και τρόπους αντιμετώπισης μιας συνθήκης εν εξελίξει: οι άνθρωποι που ορίζουν τη συνθήκη –την πανδημία– με όρους συνωμοσιολογικούς, εκείνοι που εθελοτυφλούν, που προσεύχονται και πιστεύουν, εκείνοι που περιμένουν το θαύμα, όσοι απέχουν από όλα και μένουν σιωπηλοί στη μοναξιά τους, εκείνοι που συναντιούνται στα «Μακαμπίρ» (αραβική λέξη που σημαίνει νεκροταφείο), και άλλοι τόσοι –πρώτοι αυτοί και αυτές– που γίνονται ήρωες, ρισκάρουν και θυσιάζονται καθημερινά σε υγειονομικά υπόγεια.

Παραμένετε αισιόδοξος;

Είμαι αισιόδοξος, με μια κριτική διάθεση, όμως. Το να είσαι ατρόμητος, ξέρετε, ίσως είναι ωραίο, αλλά χρειαζόμαστε σύνεση, δεν πρέπει να αδιαφορούμε ή να εθελοτυφλούμε. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να προχωρήσουμε μαθαίνοντας, να γίνουμε λίγο σοφότεροι, όπως λέγαμε και στην αρχή.

Κρατώ τα λόγια του πατέρα της Ειρήνης – εκείνα που συζητήσαμε με τον Μανόλη Σφακιανάκη πρώτα πρώτα. Νιώθω πως κάπως ανακεφαλαιώνουν το «Μακαμπίρ», ίσως σαν μια ποιητική καταγραφή με έναν ρεαλισμό που γίνεται κατανοητός συνήθως εκπρόθεσμα –αν στην πορεία του δεν έχει λησμονηθεί. Εγγράφεται, όμως, και συγκινεί στο τώρα:

Όταν υπάρχει φαγητό, ας φάμε.
Όταν υπάρχει κρασί στο τραπέζι, ας το πιούμε.
Όταν ακουστεί μουσική, ας τραγουδήσουμε.
Αν υπάρχει χορός, ας τραβήξουμε το βήμα του χορού.
Αν ζούμε, ας ζούμε.
Όπως μπορούμε, όσο ζούμε.

 

Όμως, «Αυτή είναι η ζωή μας», ακούμε σε άλλο σημείο του ντοκιμαντέρ, φράση που αποδίδει την ίδια τη ροή της τωρινής μας ζωής, τον συνεχώς μεταβαλλόμενο ρυθμό και χρόνο της μετακίνησης. Παρακολουθώντας το Μακαμπίρ, την ασπρόμαυρη (τεχνικά) καταγραφή της πραγματικότητας και την κατ’ αντίθεση έγχρωμη ζωντάνια των εικονογραφήσεων του 16ου αιώνα βιώνουμε αυτό που ο Μανόλης Σφακιανάκης μοιράστηκε μαζί μου ως «αντιστροφή» – μια αντιστροφή που είναι και γίνεται βίωμα. Και πόση ουσία αποκτά αλήθεια αυτό, όταν βρίσκουμε κοινά, όταν μαθαίνουμε από αυτά που έχουν παρέλθει, όταν αποδεχόμαστε και προχωράμε με σύνεση στο άγνωστο.

______________________

Το Μακαμπίρ [Maqabir] (2020) του Μανόλη Σφακιανάκη είναι διαθέσιμο μέχρι τις 4 Ιουλίου στο: https://online.filmfestival.gr/film/makampir-maqabir/

AUTHOR

Γιάννης Ανδρονικίδης

Από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης στις πρακτικές και τις πολιτικές του φακού.

Loading...
Πιστή και Ενάρετη Νύχτα, Louise Glück
Το πρώτο rooftop party των Street Outdoors για φέτος πλησιάζει!