Live Review: Stephen O’Malley/Aluk Todolo/Omega Monolith/Holt
Το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, η ατμόσφαιρα στην Αθήνα ήταν αρκετά σκονισμένη. Πολύ βαριά, θα έλεγε κανείς. Ιδανική, θα έλεγα εγώ, για μια συναυλία, όπως αυτή που είχα τη χαρά να παρακολουθήσω το Σάββατο 31 Ιανουαρίου, στο Fuzz Club.Επτά και μισή άνοιγαν οι πόρτες. Ωστόσο, εγώ, τηρώντας το «ακαδημαϊκό» μισάωρο, βρέθηκα να περνάω τις πόρτες του Fuzz, περίπου στις 8.
Και προς έκπληξή μου, αυτό που αντίκρυσα ήταν έναν άδειο, ουσιαστικά, συναυλιακό χώρο. Πρέπει να ήμασταν γύρω στα 20 άτομα, έως τις οκτώ και μισή, όπου και εμφανίστηκαν οι Holt στη σκηνή, όταν άρχισε σιγά σιγά να εισέρχεται κι άλλος κόσμος. Το ντουέτο χαρακτηρίζει το ύφος του, ως improvisational noise-art poetry, και τολμώ να πω πως είναι ο πλέον ταιριαστός χαρακτηρισμός, γιατί αυτό ακριβώς παρουσίασαν κι επί σκηνής. Αυτοσχεδιαστικά μελωποιημένα ποιήματα του Λάμπρου, με μια drone/ambient συνοδεία παραμορφωμένου Κοντραμπάσου, τα οποία μας κράτησαν συντροφιά για περόπου 20 λεπτά.
Ακολούθησαν οι, επίσης Αθηναίοι, Omega Monolith, ντουέτο κι αυτοί, οι οποίοι παρουσίασαν το νεο τους δίσκο, που θα κυκλοφορήσει με τίτλο “Fungus”. Έπαθα μεγάλη πλάκα, ειδικά με τον ντράμερ της μπάντας Άλεξ! Μεγάλες συνθέσεις, στο σύνολο τους, ο νέος δίσκος, με μεγάλη έμφαση στο ρυθμικό κομμάτι, αλλά και κιθάρες, που στρωματώνονται σε πολλά επίπεδα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον για το κάθε κομμάτι. Ταυτόχρονα, τα κομμάτια ακούγονται τόσο εθιστικά και “πορωτικά”, που δεν μπορείς, παρά να χτυπηθείς στο ρυθμό. Μετά από ένα set, περίπου 1 ώρας, οι Omega Monolith αποχώρησαν, εν μέσω ενθουσιώδους χειροκροτήματος.
Οι Aluk Todolo φαινόταν πως θα παρουσιάσουν ένα ιδιαίτερο show, από το στήσιμο κιόλας των μηχανημάτων τους, επί σκηνής. Το κύριο χαρακτηριστικό του στησίματος αυτού ήταν ο μεγάλος λαμπτήρας, που κρεμόταν στη μέση της σκηνής, ο οποίος θα παρείχε και το μοναδικό φως, κατά την εμφάνιση της μπάντας. Όπως είχα αναφέρει και στο αφιέρωμα για το συγκεκριμένο live, οι Aluk Todolo είχαν σκοπό να μας παρουσιάσουν τον, όχι απλά ακυκλοφόρητο, αλλά και ανηχογράφητο επερχόμενο δίσκο τους, με τίτλο “Voices” (Φωνές), όπως και έκαναν. Τολμώ να πω πως έχουν ξεφύγει, πλέον, τόσο παικτικά, όσο και σε πνευματικό επίπεδο από τον προηγούμενο δίσκο “Occult rock”. Βαριές ατμόσφαιρες, χαοτικές κιθάρες, σε σημείο αυτοσχεδιασμού, τύμπανα και μπάσο, σε φρενήρεις ρυθμούς. Αυτό είναι το “Voices” και βγαίνει από τη ψυχή. Μεγάλη εντύπωση, επίσης, μου έκανε πως ο κιθαρίστας Shantidas Riedacke είχε συνδέσει το λαμπτήρα, που ανέφερα, με τον ενισχυτή του κι έτσι η ένταση του φωτός που υπήρχε, επί σκηνής, συμβάδιζε με την ένταση της κιθάρας, γεγονός που προσέθετε περαιτέρω στην όλη ατμόσφαιρα.
Η ώρα είχε πάει ήδη έντεκα και μισή και στη σκηνή επικρατούσε ένας μικρός πανικός, καθώς στηνόταν ο εξοπλισμός, για το show του Stephen O’Malley. Οκτώ καμπίνες, στο σύνολο, και 4 κεφαλές, κάθε μια με περισσότερο fuzz από την άλλη, συν άλλα πόσα “πεταλάκια”, στη διάθεση του Αμερικάνου, για την παρουσίαση του “Unground”. Ήταν 11:40, όταν τα φώτα έσβησαν και η προβολή του documentary ξεκίνησε, με τις πρώτες νότες, από την κιθάρα του O’Malley , να σκάνε σαν ηχητικό κύμα στο χώρο. Στο σημείο αυτό, θα θελα να σχολιάσω το πόσο βοήθησε η ακουστική του χώρου, καθότι το Fuzz Club είναι ψηλοτάβανο και ο ήχος, αν και με μπόλικο fuzz και reverb, απλωνόταν τόσο ωραία στο χώρο, που δεν «μπούκωνε». Οι εικόνες, στο πίσω μέρος της σκηνής, έδεναν απόλυτα με το υποτονικό drone του Stephen O’Malley και για μία περίπου ώρα, όλη αυτή η «αποδομημένη», σχεδόν μηδενιστική, ατμόσφαιρα, που κατάφερε να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης, μας συνεπήρε. Ο O’Malley υποκλίθηκε και αποχώρησε εν μέσω παρατεταμένου και ζωηρού χειροκροτήματος.
Για κλείσιμο, θα ήθελα να παραθέσω λίγα σχόλια, για τη συγκεκριμένη εκδήλωση. Πρώτον, ένα μεγάλο ευχαριστώ στην 3 Shades of Black και τον Στάθη, που καταφέρνουν, έστω και με δυσκολία, να φέρνουν ονόματα, που σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να δούμε στη χώρα μας. Δεύτερον, που ήταν άραγε εκείνο το Σάββατο, όλοι αυτοί οι ψαγμένοι με τη μουσική, που μιλάνε για κουλτούρα κι επίπεδο, αλλά στις συναυλίες είναι άφαντοι; Φαντάζομαι όχι στο live των «Στίχοιμα», ε; Τέλος, αν κατά τη διάρκεια της συναυλίας, είχα μια ωραία πολυθρόνα και την αγαπημένη μου μπύρα, θα είχα φτάσει άλλα επίπεδα νιρβάνας και θα μιλούσα (ή μάλλον θα παραμιλούσα) για μια από τις καλύτερες συναυλιακές εμπειρίες.