Κική Δημουλά
Η Κική Δημουλά είναι μια ποιήτρια εξ’ ανάγκης, όπως εκείνη έλεγε, γιατί δεν είχε άλλον τρόπο να υπάρξει. Μίλησε για τα καθημερινά πράγματα, για την αγάπη, τον έρωτα, την απώλεια όπως τα βιώνει μια γυναίκα. Η προοπτική της ποιήτριας που είναι γυναίκα, σύζυγος, νοικοκυρά, μάνα, γιαγιά είναι μια προοπτική ξένη για τα ελληνικά μάτια. Γράφτηκαν πολλές κριτικές, άρθρα που προσπαθούν να την αποδομήσουν, να παρουσιάσουν τα ποιήματα της σαν σειρές λέξεων που δεν έχουν μέτρο και νόημα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η γυναικεία καθημερινότητα δεν έχει γραφτεί, δεν έχει υπάρξει πηγή έμπνευσης και προπάντων δεν έχει διαβαστεί, στον ίδιο βαθμό με την ανδρική. Αυτό από μόνο του μπορεί να εξηγήσει τον πόλεμο και τον χλευασμό που δέχθηκε η Δημούλα όσο έγραφε. Θα μπορούσα να γράψω πολλά αλλά θα αφήσω τις λέξεις που έβαλε η ίδια στο χαρτί να μιλήσουν για εκείνη.
«Τις λέξεις δεν τις διαλέγω, μάλλον με διαλέγουν. Κι εγώ είμαι αυστηρή. Οι λέξεις είναι το όπλο μου για κάθε ποίημα. Νομίζω ότι προϋπόθεση είναι να εξασφαλίσω τις καλές λέξεις, τις κατάλληλες. Ναι, παιδεύομαι αρκετά. Παίρνει χρόνο. Παιδεύομαι γιατί έχω μια ανασφάλεια. Πάντοτε οφείλει να αμφιβάλλει κανείς γι΄αυτό που κάνει.
Ούτε το προφέρω, ούτε μέσα μου, ποτέ δεν λέω “είμαι ποιήτρια”, ποτέ, ποτέ. Γράφω κάτι ποιήματα, λέω. Αυτό είναι. Κι είναι πολύ αυτό.»
«Ο χρόνος είναι εχθρός. Πραγματικά είναι τόσο άδικο πράγμα. Να σου κανονίζει τον βίο σου μια έννοια άπιαστη. Κι όμως αυτό είναι. Αν είναι κανείς τρελά αισιόδοξος, και πει «δεν βαριέσαι», και πει «έχει ο θεός», εγώ δεν το λέω. Δεν έχει ο θεός… Χρόνο δεν έχει ο θεός.
Δεν είναι φυσικό να υπάρχουν επικριτές στην ποίησή μου; Φυσικό είναι.
Οταν θυμάμαι το θέμα που είχε προκύψει με μένα και τον ρατσισμό, πολύ ταράζομαι. Ηταν το πιο άδικο πράγμα που έγινε ποτέ σε άνθρωπο. Και πιστεύω ότι με κυνηγάνε οι ατυχίες επειδή είμαι γυναίκα. Δεν είναι εύκολο, όσοι αιώνες κι αν περάσουν οι άνδρες να δεχτούν ότι οι γυναίκες είναι ίσες με αυτούς ή και καλύτερες. Γιατί συμβαίνει να υπάρχουν καλύτερες ποιήτριες από ποιητές, από κάποιους άνδρες ποιητές. Το νοιώθω ως ασυγχώρητο.»