Skip to content

Τα δικά μας αγαπημένα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Έχουν περάσει ακριβώς δύο χρόνια από τότε που η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η μεγάλη ελληνίδα ποιήτρια που μας έμαθε τον έρωτα, την απώλεια και τη φθορά, πέρασε στην αιωνιότητα και μαζί με εκείνη και η ποίηση της. Ο γάργαρος λόγος της, ο έρωτας με τις λέξεις – μια φωνή που δεν θα σιγήσει, ούτε στην εμβέλεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης αλλά ούτε στις καρδιές μας. Παρακάτω θα δεις τη δική μας διαλογή ποιημάτων της, ανάμεσα σε περισσότερες από 18 ποιητικές συλλογές που έχει αφήσει πίσω της.

Η πρώτη της ποιητική δημοσίευση στο περιοδικό Καινούργια εποχή, Μοναξιά, σε ηλικία 17 χρονών, «μια ηλικία όπου το μπουμπούκι ανοίγει και έρχεται σε επαφή με το ζουμί της ζωής. Τότε εμφανίζονται τα πρώτα συννεφάκια. Η ζωή δεν είναι ο παράδεισος που νομίζει κανείς ως παιδί. Θλίβεσαι καθώς περιμένεις να πραγματοποιηθούν τα όνειρά σου».

Μοναξιά (1956)

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

 Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.

Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.


Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978)

Δεν θα ’μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλ’ είναι θρίαμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του ονείρου,
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μου ’διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ·
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
που συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη.


Η ανορεξία της ύπαρξης (2011)

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.

Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.

Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.

Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.

Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.

Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.


Υπενθυμίσεις του έρωτα (2011)

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.


Τα έντερα και τα άλλα  (1978)

Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο

της μεμψίμοιρης μέρας
το στομάχι
η σακούλα του παλιού έρωτα
η φτώχεια της πέψης
η εξωτερική αύξηση
η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου
το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ
μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα την κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.


Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005)

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.


Λυπιού (1995)

Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…

[…]

Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.

Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.


Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα (1984)

Όταν κατεβαίνεις μετά τον έρωτα
ζυγιάζεσαι, ώρες σε κοιτώ
να περνάς μια-μια τις σφαίρες
του ορατού
και ξέροντας την Κόλαση
να ξαναγυρίζεις στη γη.
Τα μπλε και τα αεράκια
μισοπεθαίνον στα δάχτυλά σου
τ’ ακουμπάς στο πραγματικό
εκεί που ήσουνα για μια στιγμή
το κέντρο.
Έχεις τον πειρασμό ακόμα
στη στάση της κεφαλής
να μη θελχθείς
να μη δοκιμάσεις κανέναν
συγκεκριμένο θάνατο
αλλά αιώνια να περιμένεις
να γίνει η άρνηση καλό
και το καλό η παύση.
Σε κατεβάζουν τα σκοινιά
σιγά-σιγά από ψηλά
είσαι το όνειρο
και μόνο εσύ ξέρεις
πόσο πονάει η αγάπη
η αγάπη της ύλης
μόνο εγώ ξέρω
πως κάποτε ήσαν ένα
και τα δυο, φως και χώμα
μες στο νερό το μέσα.
Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία
ίσως να μείνεις πίσω πια
με τις λίγες ψυχές
που καρτερούν το άδειο
να τους δοθεί, να τις δεχθεί
να γίνει το σπέρμα νόημα
στον κυκλικό αέρα.


Αυτό (1996)

Θυμάμαι είχα αρχίσει ένα μακρύ Ποίημα.
Έλεγα θα ’ναι ένα μακρύ ποίημα και θα λέει γι’ αυτό.
Αυτό; Ποιο «αυτό»;
Καθόμουνα μπροστά σ’ ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο
με σκασμένη την πράσινη μπογιά
«Η ζωή μου το μόνο αιώνιο πια» έλεγα
όπως ροζ φύλλα από παλιά τετράδια
φύλλα της καρδιάς
ζουμερά χείλια, φωτεινά μαλλιά
σ’ αστραποβόλους καθρέφτες
φεύγαν σαν σε τραίνα φορτωμένα
τραίνα αστραπή.

Η ζωή όμως έμενε
κι είχε μια γεύση, μια γεύση…
Κάποτε είχα πάρει μέρος σ’ ένα γλέντι
κάποτε –πού;- κάτι μου είχε προσφερθεί
ένας καρπός στρογγυλός, ένα σώμα
άλλο απ’ το δικό μου με είχε απορροφήσει.
Το μυαλό μου κάνει την κίνηση του χεριού
που ψάχνει κάτι στο βάθος μιας τσάντας
απορούν τα δάχτυλα του νου
μ’ αυτό που συναντούν:
μιαν απειλή ασώματη
κάτι σαν κόρα ψωμί που έμεινε στον πάτο.
Οι καλοί ζωντανοί μου, σιωπηλοί
κάθονται στο μισοσκπόταδο, κάτι ακούν…
κάτι τους συγκινεί και κουνούν το κεφάλι
-κεφάλι λευκό-
οι πεθαμένοι άρρωστοί μου
γλιστρούν τα ταραγμένα ποιήματά τους
κάτω απ’ την πόρτα μου
ανάμεσα στους στίχους τους διαβάζω
«ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ».
Όμως περ’ απ’ την υφή της απειλής
ψάχνω μιας αδιόρατης συγκίνησης τη ρίζα.
Όταν «συντροφίτσα μου» μ’ έλεγε η μάνα μου
ή όταν ακούμπαγα σε στήθος με γυμνή καρδιά;

«Τι να ’ναι αυτά; Τι να ’ναι αυτά;»
ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει
ένα πουλί στριγγό
«Δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν είναι αυτό»


Τα Γράμματα

Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και πού να τα βρω…
Το Άλφα θα το ’βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν’ αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν’ αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.
Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.

Θα ’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα θ’ άρχιζα
χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό
μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σα να το ’χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει
το τίποτα.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Πάνος Μιχαήλ/Lifo

AUTHOR

Γιώτα Συνιρίδου

Κοινωνική λειτουργός ταγμένη στη λογοτεχνία και στην αρθρογραφία.

Loading...
O Jeff Mills και μια συναυλία στα αρχαία ερείπια της Δήλου.
Beater Essentials #49: Τα τραγούδια της εβδομάδας!