«Κατ’ οίκον δεσμώτες», το ποίημα της Παρασκευής.
Εντός, εκτός πραγματικότητα
εν αναμονή όνειρα,
νέοι ήταν, γέρασαν προσδοκία
σύγχρονοι πολιορκημένοι
ανέβα, κατέβα τα σκαλιά
πού πήγανε τα χρόνια,
έγκλειστη ρουτίνα των αναμνήσεων,
παιδική φωτογραφία,
χαμένη ηλικία καταδικασμένου χρόνου
εν αναμονή όνειρα,
νέοι ήταν, γέρασαν προσδοκία
σύγχρονοι πολιορκημένοι
ανέβα, κατέβα τα σκαλιά
πού πήγανε τα χρόνια,
έγκλειστη ρουτίνα των αναμνήσεων,
παιδική φωτογραφία,
χαμένη ηλικία καταδικασμένου χρόνου
μασκοφοράνε την ελπίδα,
τι κρίμα, που απέλπιδα δεν σε είδα,
φοβάται το άγγιγμα η αγάπη;
Κι ήσουν μια εικόνα
που έλαμπε πίσω απ’ την συννεφιά
στον ήλιο, την βροχή, το δάκρυ,
μέχρι που ξημέρωσε γκρίζα εποχή,
ψάχνουμε τις λέξεις, να δικαιολογήσουμε
μιαρές σκέψεις, πώς καταλήξαμε
παγίδα μοναξιά;
Και ξεσπάνε της ψυχής
μας τ’ απωθημένα, τ’ αδικοφορεμένα,
σπάει τα τζάμια η κατάθλιψη
παλιές πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ,
στην αφορμή του κατ’ οίκον δεσμώτη,
και ύστερα ψάχνουν ήλιο
στον χαλασμένο καιρό
και βρίσκουν τρύπα στο κενό,
μα ποιος είναι αυτός που μας
φιμώνει την φωνή, και δεν μπορώ,
ν’ αναπνεύσω λεύτερο ουρανό;
του Οδυσσέα Νασιόπουλου
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr