Η μάνα της
Η μάνα της την είχε δασκαλέψει από μικρή «ένα στεφάνι το κεφάλι σου πρέπει να πλαισιώσει αυτό μονάχα μπορεί να σου φέρει ευτυχία».
Εκείνη βάλθηκε από τότε να ψάχνει το στεφάνι και ορκίστηκε να χωρίσει ως και την θάλασσα από το αλάτι προκειμένου να το βρει.
Πρώτα, έκλεψε φωτοστέφανο οσιομάρτυρος που θανατώθηκε πριν εκατοντάδες χρόνια για το αιώνιο.
Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι το αιώνιο δεν υπάρχει. Τότε το πήρε στα χέρια της, το έσπασε σε μικρά κομμάτια και ύστερα του έβαλε φωτιά και το έκαψε.
Αργότερα, σαν άλλη Καλλιπάτειρα κατάφερε να τρυπώσει στους αγώνες. Πλησίασε αργά τον κότινο και όταν κανείς δεν κοίταζε, κάτω από τον χιτώνα της τον έκρυψε.
Στα μαλλιά της τον φόρεσε μα γρήγορα ξεράθηκε, οι ελιές μαράθηκαν και άρχισαν να πέφτουν στο πρόσωπο της. Έπεφταν δυνατά πάνω της σαν πέτρες, άφηναν σημάδια και της κατάτρωγαν το πρόσωπο όπως η θάλασσα κατατρώει την πέτρα. Δεν άντεξε τον πόνο, τον έβγαλε και τον έκλεισε σε ένα συρτάρι με παλιές φωτογραφίες.
Πέρασαν κάμποσοι χειμώνες και καλοκαίρια. Που και που θυμόταν όλα εκείνα τα στεφάνια που εμφανίστηκαν μπροστά της μέσα στα χρόνια. Είτε τα είχε καταχωνιάσει σε παλιά ντουλάπια ή τα είχε πετάξει στην θάλασσα. Αυτή ήταν η δική της ευτυχία, μια ζωή χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις.