Γιώργος Γούσης: Η μαγνητική ενέργεια μοιάζει με μια δύναμη θεϊκή.
Στο πλαίσιο του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συναντήθηκα με τον Γιώργο Γούση και συζητήσαμε μερικά από τα στοιχεία που δομούν μια ταινία όπως τα Μαγνητικά Πεδία: από την «τυπογραφία», το σενάριο και την εικόνα μέχρι τη μουσική, τη μνήμη και τελικά την έλξη αλλά και τον ίδιο τον μαγνητισμό ως μια ενέργεια αόρατη.
Ένα από τα πρώτα στοιχεία που θα ήθελα να συζητήσουμε, ακριβώς επειδή είσαι και δημιουργός κόμικ, είναι η «εικονογράφηση» της ταινίας, η «τυπογραφεία» της.
Δεν ξέρω αν συνδέεται απαραίτητα με προηγούμενες δουλειές μου, αλλά η αισθητική της ταινίας είναι σίγουρα κομμάτι του σύμπαντος που προσπαθείς να φτιάξεις. Στα Μαγνητικά Πεδία, η ίδια η φύση του έργου -ακριβώς επειδή είναι και λίγο υπερρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα και πολύ ρεαλιστικό, δεν ξεφεύγει δηλαδή σε κάτι ακατανόητο ή κάτι φαντασιακό, είναι σαν να βλέπεις ένα παραμύθι– αλλά και οι δυνατότητες που μας έδωσε η Mini DV κάμερα μας οδήγησαν να επιλέξουμε μέρη και να στήσουμε καταστάσεις που να έχουν αυτή τη αίσθηση του πίνακα. Ίσως και να προέρχεται από την προηγούμενη δουλειά μου. Το σίγουρο είναι πως με αφορά η κατασκευή ενός κόσμου και στο επίπεδο της εικόνας, χωρίς αυτό να γίνεται επιθετικό ή επιτηδευμένο.
Ακολουθώντας τη συζήτηση στην αίθουσα ακριβώς μετά την προβολή της ταινίας, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως μας αφορά ακόμη η ένταξη της αισθητικής μιας ταινίας ή ο ορισμός αυτής ως «κινηματογράφου». Προσωπικά, αντιλήφθηκα την ταινία πολύ πιο εικαστικά. Αναρωτιέμαι, όμως, σαν ομάδα, ποια ήταν η δική σας προσέγγιση ως προς αυτό;
Κατανοώ πως στο σήμερα, όταν κανείς πηγαίνει να δει μια ταινία με την εικόνα που κλασικά έχουν οι ταινίες, ας πούμε, των σύγχρονων μέσων διαθέτει αντίστοιχα και άλλο χρόνο. Ούτως ή άλλως το μέσο φτιάχνει την εικόνα, δηλαδή τη δεκαετία του ‘80 εάν έβλεπες κάτι με φιλμ, αυτό αποτελούσε την κανονικότητα. Εδώ, λοιπόν, είναι σαν να χρειάζεσαι λίγο χρόνο παραπάνω για να αναλογιστείς την επιλογή και αυτό που βλέπεις.
Κατ’ εμέ όμως, πρέπει να κρίνεις αυτό που βλέπεις σύμφωνα με κριτήρια που αφορούν ίσως το μου αρέσει ή δε μου αρέσει η τάδε επιλογή. Διότι αντίστοιχα εμείς επιλέξαμε τη συγκεκριμένη αισθητική και τις μεθόδους, θεωρώντας πως αυτό ή το άλλο ήταν το σωστό. Ίσως είναι το ένστικτο που το καθοδηγεί όλο αυτό – είναι σαν να λες: αυτό μου αρέσει, μου φαίνεται ταιριαστό. Περισσότερο μια αυθόρμητη επιλογή ήταν. Μια αίσθηση πως το τάδε στοιχείο ανήκει ή ταιριάζει στην ψυχή της ταινίας.
❝Tο ανθρώπινο μυαλό ξεχωρίζει και μεγαλώνει κάποιες αναμνήσεις και άλλες τις κρατά σαν φόντο.❞
Ο συνειρμός ήταν μια λέξη που σκεφτόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμη περισσότερο μαθαίνοντας πως το σενάριο αναπτύχθηκε αυτοσχεδιαστικά. Οι διάλογοι ίσως να μπορούσαν να «διαβαστούν» και σαν αυτόματη γραφή σε πολλά σημεία – ένα παιχνίδι συνάφειαςμεταξύ ερώτησης και απάντησης. Και η λέξη αμηχανία θα μπορούσε, όμως, να συνοδεύει τη συνάντηση των χαρακτήρων. Έτσι δεν είναι;
Βέβαια. Άλλωστε πρόκειται για την πρώτη επαφή. Το πιθανότερο είναι πως δε θα εξιστορήσεις όλη σου τη ζωή σε έναν άνθρωπο απευθείας. Πριν από όλα, απλώς υπάρχεις δίπλα στον άλλο. Σιγά σιγά μπορεί να συμβεί κάτι, να θέλεις να επικοινωνήσεις κάτι ή και να πεις ένα ψέμα, να πεις κάτι μισό, να κρύψεις κάτι πολύ δικό σου ή αντίθετα, ακριβώς επειδή ο απέναντί σου είναι ένας ξένος, να το αποκαλύψεις. Η πρώτη συνάντηση αναπτύσσεται με σπαράγματα. Και αυτό φυσικά έπρεπε και εμείς να το αποδώσουμε στην ταινία –σιγά σιγά να παρακολουθεί κανείς τη γνωριμία τους. Ούτως ή άλλως μιλάμε για ένα ταξίδι δύο ημερών, δε θα μπορούσαμε να βλέπουμε κάτι απόλυτα ολοκληρωμένο. Πιο πολύ θέλαμε να αποδώσουμε αυτή την ενέργεια που νιώθεις να παράγεται παρά τη βαθιά γνώση των πραγμάτων.
Νιώθω πως η ταινία αυτή είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής συνεργασίας και συντροφικότητας. Πώς ξεκινήσατε τη δημιουργία της; Ήταν ο τόπος ο πρωταρχικός σας χαρακτήρας –λειτούργησε ως βάση;
Στον τόπο θα μπορούσαμε να πούμε πως, ναι, εκεί πράγματι ξεκίνησε η ιδέα και η αίσθηση ενός road movie. Στη συνέχεια η επιλογή του τόπου έγινε και για πρακτικούς λόγους, γιατί ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, ο διευθυντής παραγωγής μας βρισκόταν εκεί και διευκόλυνε τόσο την παραγωγή της ταινίας όσο και το συνολικό κόστος, με πολλούς φίλους να παίζουν τελικά σε αυτή… Ειδικότερα όμως, το μέρος αυτό έχει την αίσθηση της αλλαγής, του τοπίου που αλλάζει, του ταξιδιού.
Αφού είχε κλειδώσει το μέρος, λοιπόν, και η ιστορία, ταξιδέψαμε με τον φωτογράφο της ταινίας προκειμένου να βρούμε τις τοποθεσίες: αρχικά, σε ένα πιο γενικό πλαίσιο, αναζητώντας δέκα περιοχές, και φυσικά στη συνέχεια προέκυψαν πολλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Συναντούσαμε διαφορετικές καταστάσεις, βροχή, κύματα… Και όλα αυτά άρχισαν να γίνονται κομμάτια της ιστορίας. Για παράδειγμα στο σημείο προς στο τέλος όπου υπάρχει τρομερή ομίχλη – εμείς θα πηγαίναμε ούτως ή άλλως να κάνουμε το γύρισμα εκεί. Φτάνοντας συναντήσαμε αυτή την αδιανόητη ομίχλη και φυσικά αυτό ήταν ένα δώρο για μας.
Ένα αληθινό δώρο και για τους ίδιους τους χαρακτήρες.
Και για τους χαρακτήρες φυσικά. Έχοντας φτιάξει λοιπόν την ιστορία με μια αρχή, μέση και τέλος, έχοντας συζητήσει αρκετά για τους χαρακτήρες και οργανώσει το πρόγραμμα των γυρισμάτων με έναν τρόπο, αρχίσαμε να διαισθανόμαστε ποια θα είναι τα πλάνα, οι σκηνές, τι περίπου θα πουν οι χαρακτήρες… Σπάνια τραβούσαμε περισσότερες φορές μια σκηνή –το περισσότερο ίσως να ήταν τρεις φορές. Λειτουργούσε όλο αυτό αμέσως. Θέλαμε φυσικά να διατηρήσουμε και την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει για πρώτη φορά. Και οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί ως προς αυτό.
Έχετε συνεργαστεί ξανά με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και την Έλενα Τοπαλίδου;
Τον Αντώνη τον ήξερα, ναι, είχαμε ξαναδουλέψει και είχαμε και φιλική σχέση. Την Έλενα τη γνώρισα το καλοκαίρι του 2020, κάναμε ένα βίντεο κλιπ μαζί και νιώσαμε αμέσως πως πρέπει να ξανασυνεργαστούμε. Ξέροντας λοιπόν πως με τον Αντώνη είχαν ξαναπαίξει –είχαν μάλιστα ωραία χημεία, χωρίς να γνωρίζονται απολύτως– και από τον ίδιο τον Αντώνη ότι όντως εγώ όταν συναντώ την Έλενα αισθάνομαι μια αμηχανία, με την έννοια πως με συνεπαίρνει, με κολλάει ο τρόπος που υπάρχει, σκεφτήκαμε πως θα είχε ενδιαφέρον να περάσει όλο αυτό και στην ταινία.
Με αφορμή την «αμηχανία», σκεφτόμουν την αίσθηση του χρόνου στην ταινία: πολλές φορές ένιωθα πως επιβραδύνεται και άλλες πως προκύπτει τόσο αυθόρμητα να είναι επιτυχημένος. Ήταν σαν να άλλαζε με την κάθε ατάκα, με την κάθε ερώτηση και απάντηση –σίγουρα προσέδιδε ακόμη περισσότερο μυστήριο στην ιστορία.
Ναι, και η ίδια η κάμερα και το μοντάζ οδήγησαν σε αυτό: προσπαθούσαμε να βρούμε τους χρόνους – θα είναι μία ταινία με γρήγορα cut ή όχι; Καταλήξαμε πως θα είναι μία ταινία με πιο αργά και λιγότερα cut, και λίγες φορές θα διακόπτεται. Πολλές σκηνές είναι ένα πλάνο, και αυτό συμβαίνει γιατί θέλαμε να αισθάνεται ο θεατής το χρόνο να περνά ρεαλιστικά και να δίνει έμφαση, να παρατηρεί.
Αυτό που εκτιμώ πολύ στις ταινίες που μου αρέσουν είναι όταν εξαφανίζονται με κάποιο τρόπο οι δημιουργοί: δεν υπάρχει σκηνοθέτης, δεν υπάρχει μοντέρ, δεν υπάρχει φωτογράφος και απλώς τυγχάνει να παρατηρείς μια σκηνή. Θεωρώ πως είναι μέσα στα πολύ βασικά αυτό, το να καταφέρει δηλαδή κανείς να εξαφανίσει την παρουσία του από το θεατή. Θεωρώ πως κάπως το πετύχαμε.
Και είναι ωραίο αυτό που λες, το ταξίδι, ξέρεις αναμνησιακά αν σκεφτείς τις διακοπές σου, ορισμένες σκηνές μπορείς να τις αφηγηθείς με πολύ χρόνο και αναλυτικά και άλλες λειτουργούν σαν ένα music sequence. Νομίζω πως το ανθρώπινο μυαλό το δημιουργεί αυτό: ξεχωρίζει και μεγαλώνει κάποιες αναμνήσεις και άλλες τις κρατά σαν φόντο.
Στους πρωταγωνιστές της ταινίας θα μπορούσαμε να εντάξουμε την εικόνα και το σενάριο. Αναρωτιέμαι, όμως, αν θα περιλαμβάναμε και τη μουσική. Δεν είναι και η μουσική ένας βασικός πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας;
Ίσως η μουσική να είναι τόσο πολύ ενταγμένη στην ίδια την ταινία που να έχει εξαφανιστεί με έναν τρόπο. Ίσως να είναι και για καλό. Η ιδέα πίσω από τη μουσική ήταν ακριβώς αυτή: το να μπει τρεις φορές, εννοώ το original score της ταινίας, και να είναι σαν σημαία, δηλαδή μια κόρνα, την πρώτη φορά θα αισθανθείς πως είναι εκεί που ξεκινάει η αποστολή τους, το ταξίδι τους, τη δεύτερη πως αποφασίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι, δίχως βέβαια να το πουν, και την τρίτη φορά, στο τέλος, πως ξαναμπαίνουν σε κίνηση ενώ έχουν χωριστεί και συνεχίζουν το ταξίδι τους για λίγο ακόμη παράλληλα.
Ίσως λειτουργεί λίγο υποσυνείδητα αλλά αυτός ήταν ο σκοπός της μουσικής: να σηματοδοτεί και τις τρεις φορές την έναρξη της παράλληλης κίνησης αυτού του ταξιδιού.
Θα ήθελα να συζητήσουμε μαζί έναν διάλογο από το Η Ελεγεία του Έρωτα του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Στο πλαίσιο μιας συζήτησης μέσα σε ένα αυτοκίνητο, ακούμε τα εξής:
- Κάθε πρόβλημα βεβηλώνει ένα μυστήριο.
- Με τη σειρά του το πρόβλημα βεβηλώνεται από τη λύση του.
Αν υποθέσουμε πως ένα εντός εισαγωγικών πρόβλημα αφορά το συγκεκριμένο μέρος ταφής του μεταλλικού κουτιού, θα λέγαμε πως δίνεται τελικά κάποια λύση, ή καλύτερα, χρειάζεται να δοθεί κάποια λύση;
Η ιδέα ήταν πως η θεία, το μεταλλικό κουτί δηλαδή, δεν αποτελεί απαραιτήτως κάποιο πρόβλημα. Αυτό που ξέρω είναι πως οι δύο χαρακτήρες ψάχνουν μια δικαιολογία για να συνεχίζουν το ταξίδι τους. Για αυτό και στη σκηνή που το αφήνουν είναι σαν να κατανοούν και οι δύο πώς τώρα απλώς το ταξίδι τελειώνει. Δηλαδή χωρίς το κουτί δεν υπάρχει λόγος να ταξιδεύουν. Και ο λόγος είναι απλά η διάθεση. Γιατί και οι δυο τους δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση με τον άνθρωπο που είναι νεκρός. Στο μυαλό μου αυτό αποκτά διάφορους συμβολισμούς –είναι ένας νεκρός άνθρωπος στον οποίο οι χαρακτήρες προσθέτουν διάφορες ιστορίες. Ίσως και να προβάλλουν σε αυτό το κουτί την υποτιθέμενη σχέση που έχουν ή αναπτύσσουν οι δυο τους.
Και δε θα το ανοίξουν ποτέ –αντίθετα ψάχνουν να το θάψουν– γιατί τους ενδιαφέρει κυρίως η ενέργεια της συντροφιάς που εκείνη την ώρα χρειάζονται και η ανακούφιση που δίνει ο ένας τον άλλον. Όλα αυτά είναι κάπως κλεισμένα μέσα σε ένα κουτί. Οπότε, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πως θέλουν να συνεχιστεί για λίγο ακόμη το ταξίδι τους, πως δε θέλουν να χωρίσουν ακόμη.
Υπάρχουν λοιπόν διάφορες δικαιολογίες, μέχρι που μοιραία κάπως για εμάς φτάνουν σε ένα σημείο όπου ο δρόμος δε συνεχίζει άλλο, οπότε το αποδέχονται και οι ίδιοι σαν οιωνό. Και όταν τα παρατάνε, το κουτί και το αυτοκίνητο επιλέγουν αντίστοιχα το δρόμο τους, το σημείο όπου θα χωρίσουν. Αυτές είναι μαγικές στιγμές στην ταινία.
Για αυτό και όταν σκέφτηκα τον τίτλο, ένιωσα πως έδεσαν όλα μεταξύ τους. Ακόμα και τον ορισμό του τι είναι μαγνητικά πεδία να δει κανείς: ένας χώρος όπου ασκούνται ελκτικές ή απωθητικές δυνάμεις μεταξύ δύο φορτίων ή μεταλλικών υλικών. Είχαν λοιπόν το αυτοκίνητο, το μεταλλικό κουτί, κουβαλούν επίσης δυο φορτία σαν άνθρωποι, ο ένας άυλο ο άλλος υλικό, ο ένας εξωτερικό ο άλλος εσωτερικό, μαγνητίζονται, έλκονται, μετά απωθούνται. Κάπως έτσι κλείδωσαν όλα: η μαγνητική ενέργεια είναι μία αόρατη ενέργεια, πλησιάζει κάτι που μπορεί να φανεί μαγικό, ενώ δεν είναι μαγεία, είναι φύση.
Πρέπει να σου πω πως η αρχική ιδέα ξεκίνησε από μια φράση από το Η Φωλιά της Γάτας του Kurt Vonnegut: «τα παράξενα ταξίδια είναι θεόσταλτα μαθήματα χορού». Η λέξη «θεόσταλτα», βέβαια, δε μου άρεσε αρχικά. Συνειδητοποίησα όμως αργότερα πως και η μαγνητική ενέργεια μοιάζει με μια δύναμη θεϊκή – είναι κάτι αόρατο.
Αποδίδει μάλλον την ανάγκη να πιστέψεις σε κάτι ή να το αμφισβητήσεις;
Ίσως την ανάγκη να μην εξηγήσεις κάτι. Όταν θέλεις να εξηγήσεις κάτι σημαίνει πως θέλεις να το ελέγξεις. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δε θέλουν να ελέγξουν τίποτα, αποδέχονται τα πράγματα ακριβώς όπως είναι, ας πούμε πως τους παίρνει το κύμα.
Η ίδια η αναζήτηση και το ταξίδι στα Μαγνητικά Πεδία αποκαλύπτουν ήδη πιθανές αναφορές της ταινίας. Ο Abbas Kiarostami προκύπτει ίσως εμφανώς –ήταν πράγματι μία από τις αναφορές σας; Ποιες άλλες ταινίες ή δημιουργούς θα ξεχώριζες;
Ναι, ο Kiarostami ανήκει οπωσδήποτε στις αναφορές, οι πρώτες ταινίες του Wenders επίσης – Alice in the Cities, Kings of the Road. Ακόμη και ταινίες του Ken Loach ή του Χιροκάζου Κόρε Έντα. Ξέρεις, ό,τι μπορεί να μου έχει μείνει στο μυαλό σαν ταξίδι. Ο φωτογράφος όμως και σίγουρα όσοι δούλεψαν στην ταινία είχαν αντίστοιχα τις δικές τους αναφορές.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Περιμένουμε να δούμε αν θα υπάρξει κάποια προβολή σε ξένο φεστιβάλ. Στόχος για εμάς είναι οι αίθουσες: εκεί νιώθω πως αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Έχω ξεκινήσει να επεξεργάζομαι τη μικρού μήκους, Ο Χειροπαλαιστής, που είχα κάνει. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχει γίνει η επέκτασή της σε μεγάλου μήκους. Μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχει τελειώσει, οπότε τον καινούριο χρόνο θα έχω αυτή τη μεγάλου μήκους.
Τα Μαγνητικά Πεδία επέστρεψαν απο το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με 6 βραβεία.
- Χρυσός Αλέξανδρος Καλύτερης Ταινίας στο Διαγωνιστικό Film Forward
- Βραβείο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου / Greek Film Centre
- Βραβείο FIPRESCI για ελληνική ταινία του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου
- Πρώτο βραβείο ΕΡΤ
- Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Ελλάδος (ΠΕΚΚ)
- Βραβείο Location Manager
Δείτε το trailer της ταινίας.