Είδαμε την πρεμιέρα του «Flux Gourmet» στη Berlinale.
Κάθε φορά που μία ταινία – όχι ελληνικής παραγωγής – ανοίγει με τη γλώσσα μας, ένα αίσθημα υπερηφάνειας μας διαπερνάει. Ωστόσο, το Flux Gourmet μπέρδεψε αυτό το συναίσθημα. Καθώς ακούμε τον ποιητικό μονόλογο του (κατά τα άλλα άψογου) Stones (Μάκη Παπαδημητρίου), ο οποίος αφηγείται στον θεατή τα προβλήματα που του έχει προκαλέσει το «ατίθασο στομάχι» του τις τελευταίες μέρες, ταυτόχρονα καταλαβαίνουμε ότι εισερχόμαστε σε έναν κόσμο άκρατου παραλογισμού, τον κόσμο μίας γαστρονομικής κολεκτίβας, των οποίων τα μέλη είναι το αφεντικό Ελ (Fatma Mohamed), και τα δύο άλλα μέλη, ο Μπίλυ (Asa Butterfield) και η Λαμίνα.
Όντας βέρος Βρετανός, ο σκηνοθέτης Peter Strickland δεν διστάζει να τονίσει το βρετανικό στοιχείο σε όλη τη διάρκεια του έργου. Η κατοικία των καλλιτεχνών φέρνει σε ονειρικό παλάτι Βρετανικής εξοχής τύπου Downton Abbey, περιβαλλόμενο από πράσινο, χρωματιστές γαρδένιες και μία υγρασία που στέλνει τον θεατή κατευθείαν σε ένα Δυτικοευρωπαϊκό κλίμα. Αυτήν την «αγγλικότητα» υπογραμμίζουν και τα outfits των πρωταγωνιστριών, με αποκορύφωμα αυτό της Gwendoline Christie (Jan Stevens), η οποία ως υπεύθυνη χρηματοδότησης των γαστρονομικών πειραμάτων, φορά ένα κολάρο παρόμοιο με αυτό της Ελισάβετ Α’, υποδεικνύοντας έτσι την εξουσία της πάνω στους τρεις καλλιτέχνες.
Παρά του ότι η εξωτερική ομορφιά σε γαληνεύει, το τι συμβαίνει μέσα στους τέσσερις τοίχους μετατρέπει γρήγορα τη γαλήνη σε ένα αίσθημα περιέργειας, άγχους και ανασφάλειας. Οι ομιλίες που δίνονται μετά του δείπνο από τα μέλη της κολλεκτίβας καθώς και άλλων παρευρισκόμενων σε αυτό το σπίτι, όπως του υπερήλικα γιατρού Dr Glock (Richard Bremmer) προκαλούν συχνά διαπληκτισμούς και έντονες φεμινιστικές συζητήσεις για το ρόλο των δύο φύλων στην κουζίνα. Και είναι σε αυτά τα τραπέζια που αισθανόμαστε έντονο και το ελληνικό στοιχείο, όχι μόνο λόγω της αναφοράς στον Μινωικό πολιτισμό, άλλα και γιατί ο -κατά τα άλλα υπερήλικας- γιατρός αποδεικνύεται τρολ -τρολάρει τον Παπαδημητρίου, που ως έλληνας συγγραφέας δεν έχει διαβάσει Ιπποκράτη και Ευριπίδη.
Τα πρωινά, οι καλλιτέχνες μας επισκέπτονται φανταστικά σουπερμάρκετ, ψωνίζουν φανταστικά υλικά, για να μαγειρέψουν φανταστικά φαγητά. Οι πρόβες τους καθοδηγούνται από την Κρίστι, η οποία, σε ρόλο αφηγητή, καθοδηγεί τις κινήσεις των τριών. Στην πραγματικότητα, εκείνοι βρίσκονται σε ένα άδειο δωμάτιο, ενώ μια ψυχεδελική μουσική μας μεταφέρει, πνευματικά, σε μία live οπτικοακουστική έκθεση, ωστόσο όχι και τόσο καλής ποιότητας. Μετά τις πρόβες, ακολουθούν λογικά οι παραστάσεις – παραστάσεις που απευθύνονται σε μια μερίδα κοινού που γουστάρει να σοκάρει τη διανόηση του. Οι θεματικές των παραστάσεων έχουν να κάνουν με ανθρώπινες διατροφικές συνήθειες, όπως οι σφαγή των ζώων με πρωταγωνιστή ένα νεκρό γουρούνι ή η δυσανεξία της γλουτένης – και συνήθως ακολουθούνται από μία εκρηκτική εκδήλωση υπέρμετρη διαχυτικοτητας, σε μορφή οργίων μεταξύ πρωταγωνιστών και θεατών.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι κάπου μεταξύ των παραστάσεων και των δείπνων, ο θεατής έχει την ευκαιρία να διεισδύσει στις βαθύτερες σκέψεις των πρωταγωνιστών μέσω του Παπαδημητρίου, στον οποίο έχει ανατεθεί η δουλειά να καταγράψει την καθημερινότητα των καλλιτεχνών. Εδώ, για πρώτη φορά επιτρέπεται στους θεατές να δουν τους χαρακτήρες από μία διαφορετική οπτική, την οπτική της τοξικής οικογένειας, που μισιούνται αλλά χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Επίσης, στο έργο αυτό, δεν παίζουν ρόλο φύλα και ηλικίες σε ότι αφορά τις σεξουαλικές επαφές, καθώς μαθαίνουμε ότι σχεδόν όλοι έχουν υπάρξει κάποτε εραστές μεταξύ τους. Ο φετιχισμός είναι επίσης διάχυτος, ειδικά σε ότι αφορά το χαρακτήρα του Μπίλη, ο οποίος ήδη σε μια τόσο νέα ηλικία έχει αναπτύξει ψυχοσεξουαλικά τραύματα.
Καθώς η ταινία φτάνει στην κορύφωση της, ο παραλογισμός εντείνεται, σε σημείο που είναι αρκετό να κουνήσει ακόμα και τον πιο χαρντκορ σινεφίλ από τη θέση του. Το γαστρεντερικό πρόβλημα του Stones γίνεται η βασική έμπνευση των καλλιτεχνών για τις επόμενες τους παραστάσεις. Με την πάροδο των ημερών, εξομολογείται ότι είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται αποδεκτός σε κάποια κοινωνική ομάδα. Συνεπαρμένος από το καθημερινό χάος της κολεκτίβας, δέχεται ακόμα και το challenge μίας δημόσιας γαστροσκόπησης. Σε αυτές τις στιγμές, όλα βγάζουν και δεν βγάζουν νόημα. Η τέχνη πλέον έχει ξεφύγει από τα αποδεκτά της όρια.
Στο τέλος, η ταινία κλείνει με μια δολοφονία η οποία ακολουθείται μία παράσταση κανιβαλισμού. Τα συμπεράσματα εδώ δικά σας – για όποιον θεωρεί ότι είναι αποδεκτό να θυσιάζεις τα πάντα στο βωμό της τέχνης, καθώς και για τους λάτρεις του Nagisa Oshima, του ASMR και του Βρετανικού χιούμορ, το Flux Gourmet έχει πολλά να δώσει. Για τους υπόλοιπους, δίνουμε μια ελαφριά προειδοποίηση ότι οι 2 ώρες είναι αρκετά «δύσπεπτες». Παρ’ αυτό, η Berlinale δεν θα ήταν Berlinale χωρίς μία ταινία ολοκληρωτικά αφιερωμένη στον καλλιτεχνικό κόσμο. Και γι’ αυτό σίγουρα θα επιβραβεύσουμε τον Strickland και όλο το cast, των οποίων οι ερμηνείες αξίζουν σίγουρα μία παγκόσμια αναγνώριση.