Πρωτομαγιά σε ένα μπαλκόνι της Αθήνας!
Πρωτομαγιά. Στη μέση του δωματίου, σε ευθεία απόσταση τριών μέτρων από το παράθυρο, με τον κόσμο μακριά τρία μέτρα, αλλά στη ρίζα της Άνοιξης, έτοιμος να σκάσει σαν ένα τεράστιο λουλούδι, με κολλημένο το μάγουλο από τις μυρωδιές στο τζάμι. Με το τηλέφωνο στο χέρι του, με τα μάτια του κουρασμένα, να μετατοπίζουν τον αντίχειρα από το περίγραμμα του, για να ακολουθήσει το σχήμα, πρώτα του ξεκλειδώματος και μετά του αριθμού, και μετά να σταθεί εκεί που θα τερματίσει την κλήση, για μια στιγμή πριν ξαναρχίσει. Με το βλέμμα του οδηγημένο από εκεί που κάτι δεν τον άφηνε να το πάρει, στραμμένο στην οθόνη του κινητού· από ένα χέρι, για το οποίο δεν τον εντυπωσίαζε τόσο η αφόρητη δύναμη με την οποία κρατούσε το κεφάλι του στραμμένο στο τηλέφωνο όσο η κυριαρχική επιμονή με την οποία το έκανε. Τα παιχνιδίσματα του αντίχειρα συνεχίζονταν. Είχε πάρει τον αριθμό αμέτρητες φορές, είχε σταματήσει την κλήση αμέτρητες φορές, κι, αμέτρητες φορές, απέρριψε την ιδέα από την αρχή. Μόνο η κίνηση του αντίχειρά του, σαν να του έκανε κάποια χάρη που θα του τη χρωστούσε γιατί μια αιχμή είχε ξεμείνει στην επανάληψη, παιχνίδιζε στο φως. Και το χέρι, εκείνο που κρατούσε το κεφάλι του απέναντι από το τηλέφωνο, να του επιβάλλει να κοιτάει σε όλο αυτό, στον αριθμό της που σχημάτιζε, στην απόρριψη που πατούσε, στο τηλέφωνο που ούτε σκεφτόταν να πάρει, σαν τη γρατσουνιά που του έκανε η αιχμή στη ρόδα της επανάληψης. Αμέτρητες φορές.
Όταν τελείωσε το τραγούδι και στο δωμάτιο, πια, δεν ακουγόταν τίποτα, η ταχύτητα με την οποία το δάχτυλό του σχημάτιζε τον αριθμό της είχε αλλάξει δραματικά.
Δεν προλάβαινε να δει πως το πρώτο νούμερο, το 6 που πατούσε ερχόταν μετά την απόρριψη της προηγούμενης κλήσης που δεν είχε κάνει κι, όλο αυτό, η διαδικασία της κλήσης και της απόρριψης ενός τηλέφωνου που ούτε σκεφτόταν να πάρει, από αυτόματο έγινε ανεξήγητο. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, μετρώντας ότι είχε περιμένει εκεί ένα όσο πήρε στο τραγούδι να τελειώσει, σκέφτηκε ότι καλύτερα να γίνεται κάτι ανεξήγητο, αν είναι έτσι να αποκτάει χρόνο, ακόμα κι αν ήταν ο χρόνος που πήρε σε ένα τραγούδι να τελειώσει. Χρόνο που χρησιμοποίησε για να κάνει τα δυο βήματα από το παράθυρο και χρόνο που χρησιμοποίησε για να βάλει μέτρο στη σιωπηλή επανάληψη της κίνησης που το χέρι του συνέχιζε να κάνει, αφήνοντας ένα απλό γέλιο, ένα μικρό μειδίαμα, ένα μικρό ήχο που ξεκόλλησε την επανάληψη από τη σιωπή που είχε καταλάβει το δωμάτιο και ρουφιόταν από την προσοχή που αυτός έδινε στο δάχτυλό του και στο τηλέφωνο και στον αριθμό που δεν έπαιρνε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, απολαμβάνοντας ότι η ησυχία της Πρωτομαγιάς στο πρωινό έξω από το τζάμι του παραθύρου ήταν ίση με αυτή που επικρατούσε μέσα στο δωμάτιο. Ότι δεν τάραξε την ισορροπία και την απόφαση του βηματισμού του προς το μπαλκόνι, που τότε κατάλαβε, όχι μόνο ότι πράγματι το έκανε αλλά πόσο αβέβαιο ήταν. Τα πράσινα κλαδιά από τον κισσό που μεγάλωνε στην αυλή του ισογείου, τεντωνόταν στη βάση από τα κάγκελα σαν να γουργούριζαν για να τους δώσει προσοχή ·ο κορμός από την ελιά που είχε απλωθεί σαν σκιά στον τοίχο του έκανε ένα «μπου» για να τον τρομάξει, αλλά εκείνος μόνο κάθισε στην καρέκλα κι άφησε το τηλέφωνο με γυρισμένη ανάποδα την οθόνη πάνω στο τραπέζι κι αφοσιώθηκε στη σιωπή που επικρατούσε. Εκείνη τη στιγμή θα ήθελε να ενσωματωθεί σε μια άλλη διαδικασία από αυτή της προσωπικής του εμπειρίας, που άλλωστε, ήταν πολύ μακρινή για να μπορέσει να ισχυρισθεί ότι ήταν περισσότερο δικιά του από όσο ανήκε σε άλλες διεργασίες που την παρήγαγαν και την επαναλάμβαναν.
Δε θα ήταν ίδιο το κορίτσι, δε θα ήταν ίδιος ο αριθμός, δε θα ήταν ίδιος ο κωδικός.
Μόνο η ησυχία, η άθικτη χαλαρή, τεντωμένη σαν επιφάνεια, ησυχία της ανοιξιάτικης αργίας ήταν ίδια. Όσο ίδια μπορεί να πει κανείς ότι είναι τα στρώματα του νερού, αυτά που ανακυκλώνονται κάτω από την επιφάνεια, αυτά που τη στιγμή που συμφωνούν και παραδίδονται και περιορίζονται σε ένα βάθος, την ίδια στιγμή ετοιμάζονται να διαφωνήσουν, να ξαναρωτήσουν, να διεκδικήσουν, να πάνε προς την επιφάνεια ή τον πυθμένα. Αυτά που κρατάνε ζωηρή τη γραμμή της ησυχίας της άνοιξης, που μπλέκουν το φάσμα ώστε, τώρα, που καθόταν στο μπαλκόνι του, να μην ήταν όπως καμία άλλη φορά που έμοιαζε με αυτή, που καθόταν ξανά έτσι, μια άλλη Πρωτομαγιά που είχε περάσει μαζί της.. Και τον κάνουν να ανυπομονεί να ενσωματωθεί, να ανακατέψει στο φάσμα των γεγονότων – των ήχων που έκαναν τα πουλιά, της δύναμης που είχε ο αέρας, του άσπρου που είχε το φως μέσα στο γαλάζιο, την σπίθα από τα λουλούδια που έπαιζε – τα δικά του γεγονότα, εκείνης της Πρωτομαγιάς, που ερχόταν τώρα στο μυαλό του, με την ασθενική και καπριτσιόζα δύναμη μιας επετείου.
Γύρισε το τηλέφωνο, κι είδε εκείνα τα μηνύματα από ανθρώπους που δεν πάσχισε καν να θυμηθεί ή να σκεφτεί τι τον ήθελαν. Από τον ήχο του ξεκλειδώματος, η ησυχία στο μπαλκόνι σαν να ξύπνησε ξαφνικά κι όλα σταμάτησαν. Τα πουλιά δεν ακούγονταν για λίγο κι ο αέρας, σαν να κουλουριάστηκε στις μασχάλες από τα κλαδιά, χάθηκε. Σκέφτηκε ότι ήταν σε ένα κρεβάτι, στη μέση της νύχτας, ξύπνιος από ένα κακό όνειρο κι αυτό (όλα όσα είχαν μπει κάτω από το σώμα του εκείνη την ώρα στο μπαλκόνι και τον κρατούσαν στην επιφάνεια των γεγονότων, όλα όσα τέντωναν και ξέμπλεκαν τις σκέψεις του σαν μαλλιά στο νερό της διεσταλμένης στιγμής του μεσημεριού στο μπαλκόνι, όλα όσα του έλεγαν ότι η επέτειος είναι μια μέρα ίδια με την προηγούμενη μέρα της επανάληψης, μόνο αν ο χρόνος μέσα της είναι διαφορετικός) του έλεγε «Πέσε κοιμήσου, μην το σκέφτεσαι. Είναι η μέρα που φταίει.»
Έβαλε το χέρι στο κάγκελο από το μπαλκόνι. Σαν να μην έκανε τίποτα αφού το πήρε από το κάγκελο, το ξανάφερε εκεί. Σαν να μην γύρισε το κινητό, έφερε το χέρι εκεί που το είχε πριν του περάσει από το μυαλό να το γυρίσει. Ξανακοίταξε στην άκρη από τα κίτρινα φύλλα σαν να μην πήρε ποτέ το βλέμμα του από εκεί για να κοιτάξει την οθόνη. Έφερε το δάκτυλο του ξανά αντιμέτωπο με το μικρό λεκέ από το χρώμα στο κάγκελο, σαν να μη σχημάτισε το νούμερο και το μήνυμα με αυτό. Τέντωσε πάνω στην πλατιά επιφάνεια της ησυχίας, τις σκέψεις του σαν να μην της έγραψε ποτέ το μήνυμα «Θα ήταν όλα πιο εύκολα, αν όποιος έβλεπε κάποιον στον ύπνο του, του το έλεγε.»