Η Ελένη Μαβίδου και «Η Βιογραφία του Πατρογονικού».
Πώς παρουσιάζεται πάνω σε μία θεατρική σκηνή η βιογραφία ενός σπιτιού;
Το πώς παρουσιάζεται σκηνικά κάτι νομίζω ότι εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο ο εκάστοτε δημιουργός το έχει επιλέξει. Ο κ. Γκόνης στην προκειμένη περίπτωση διαβάζοντας το βιβλίο γοητεύτηκε -όχι από το σπίτι καθαυτό, αλλά από τις ιστορίες που είχε να αφηγηθεί και τους ανθρώπους που έζησαν μέσα του. Η παράσταση εστιάζει στις ιστορίες και στην πορεία αυτών των δύο οικογενειών, που ενώ είχαν διαφορετική αφετηρία και διαφορετική συνέχεια, τους δένει ένας κοινός τόπος.
Πες μας λίγα λόγια για την ιδιαίτερη σκηνοθεσία της παράστασης.
Η παράσταση θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ. Εγώ και ο Παύλος Σταυρόπουλος αναλαμβάνουμε το κομμάτι της αφήγησης ξεκινώντας μια ιστορική αναδρομή από τον 18ο αιώνα μέχρι και σήμερα, όχι πάντα γραμμική. Πότε σε Γ΄ και πότε σε Α΄πρόσωπο, με ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό και έναν εντυπωσιακό σκελετό σπιτιού, που όλο αλλάζει και ζωντανεύει διαφορετικά, ακολουθούμε τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους.
Πώς μέσα από την ιστορία ενός μεσοαστικού νεοκλασικού της Καβάλας, βλέπουμε ολόκληρη την ιστορική διαδρομή της πόλης;
Η ιστορική διαδρομής μιας πόλης χαράσσεται από τους ανθρώπους και τα γεγονότα. Από αυτά που έχουν προηγηθεί και αυτά που έπονται. Ένα σπίτι από κατασκευής του κάτι υποδηλώνει -γι’ αυτούς έμειναν εκεί, την εποχή και για την -μέχρι τότε- ιστορία. Εκεί, ίσως μπορούμε να πούμε ότι ανοίγει μια καινούργια σελίδα. Μιλάμε για ένα συγκεκριμένο σπίτι σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Οι αλλαγές στο σπίτι, δομικά αλλά και σε σχέση με τις ζωές των ιδιοκτητών, φέρουν και τις αλλαγές του τόπου. Μέσα από το συγκεκριμένο, διακρίνουμε λίγο από το «γενικό» και μέσα απ’ αυτό, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το «συγκεκριμένο».
Σαν ηθοποιός, τι θεωρείς ότι αποκόμισες μέσα από αυτό το θεατρικό έργο;
Σίγουρα ο τρόπος που έγινε η έρευνα, οι συζητήσεις και η μεταγραφή του κειμένου είναι στοιχεία της διαδικασίας που μου έμαθαν πολλά. Συνεχώς, ανακαλύπταμε κάτι καινούργιο που με κάποιον τρόπο «χρωμάτιζε» το υλικό που είχαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα πρόσωπα μας οδηγούσαν στα γεγονότα και οι πράξεις τους ξεκλείδωναν μια εποχή. Φυσικά, η δυνατότητα να γνωρίσω όσους είναι εν ζωή, και να μιλήσω μαζί τους ή με απογόνους τους, έκανε όλη τη διαδικασία μοναδική.
Πόσο εύκολο ήταν για σένα να ταυτιστείς με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και τις διαδρομές τους;
Όλα τα πρόσωπα που συναντάμε στην παράσταση είναι ξεχωριστά, είναι άνθρωποι που -παρά τις δυσκολίες- που αντιμετώπισαν δεν παραιτήθηκαν ποτέ, πάντα έβρισκαν τρόπο να συνεχίζουν. Το να ψάχνω, να διαβάζω γι’ αυτούς, να συζητώ, να ακούω ιστορίες δικών τους ανθρώπων και στη συνέχεια όλα αυτά να τα αφηγούμαι μέσω της παράστασης ήταν για μένα πολύ ιδιαίτερο. Στην παράσταση δεν υπήρξε ποτέ πρόθεση μιας πιο “ρεαλιστικής” απεικόνισης ή προσέγγισης. Ακόμα και τα σημεία που είναι σε Α΄ πρόσωπο, ο στόχος είναι να εμπλουτιστεί η κύρια αφήγηση. Εξάλλου, τα πρόσωπα είναι παρόντα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Όταν ένα λογοτεχνικό βιβλίο μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι, θεωρείς ότι χάνει σε περιεχόμενο ή ότι κερδίζει σε εικόνα;
Εξαρτάται από την περίπτωση, σίγουρα γίνονται κάποιες προσαρμογές εφόσον αλλάζει το μέσο, αλλά ταυτόχρονα δίνονται και νέες δυνατότητες.
Πως ξεκίνησε για σένα η υποκριτική;
Η πρώτη μου επαφή, με το τι μπορεί να είναι θέατρο και υποκριτική, έγινε στο Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε κατά την διάρκεια των σπουδών μου στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. στην κατεύθυνση της υποκριτικής. Αυτή είναι η πρώτη μου απόπειρα με επαγγελματικούς όρους.
Μετά από την «Βιογραφία του Πατρογονικού», τι άλλο περιλαμβάνουν τα όνειρα και τα σχέδια σου;
Προς το παρόν εστιάζω σε αυτό, μένουν οι παραστάσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα για να ολοκληρώσουν όλη αυτή την εμπειρία. Στη συνέχεια, θα δούμε, ελπίζω να έχω τη δυνατότητα να καταπιάνομαι με ενδιαφέροντα project και κάθε φορά να μαθαίνω κάτι νέο.