«Εισιτήριο», το ποίημα της Παρασκευής.
Νά ‘ναι σα νά ‘μουν έτοιμος. Και νά ‘ναι
σα νά ‘χω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
μεσ’ στους καπνούς του – όρνιο ένα καράβι
Κι εγώ να ψάχνουμαι εδώ χάμω. Κι όλο-όλο
το εισιτήριο να λέω συντρόφοι ωραίοι!
Και να μην έρχεται μια βάρκα ως το μώλο,
να μη φαινώνται πουθενά οι βαρκαρέοι…
Οι βαρκαρέοι! Το εισιτήριο! Να τρέμει
– ζαγάρι εντός μου – η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
μετέωρο – μες στις αχλές του – το βαπόρι…
Ω διάολε! Όλα νά ‘χουν χαθεί και νά ‘χουν πάει
κι οι ανθρώποι δραπετεύσει από τους τόπους,
κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο! Και όλο
να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαίω
– κιόλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
κι όλο για κείνο το εισιτήριο να λέω…
Εισιτήριο, του Γιάννη Σκαρίμπα.