Skip to content

Η εποχή της άρνησης του θανάτου: Το ντοκιμαντέρ των Χρήστου Δανιηλίδη και Μιχάλη Μαλανδράκη στο φετινό GSFF.

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Ξεκίνησαν σαν δύο απλοί συμφοιτητές των Μ.Μ.Ε. στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να δημιουργηθεί μια γνήσια φιλία, ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων και διαδρομών στην Αθήνα και ένας κοινός στόχος: Ένα ντοκιμαντέρ όπου θα παρουσιάζουν την ιστορία της άνθισης του ροκ στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι και σήμερα. Ο στόχος επετεύχθη όταν το ετήσιο κινηματογραφικό φεστιβάλ Gimme Shelter Film Festival δέχτηκε να το προβάλλει σε πρώτη παγκόσμια προβολή. Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε από μια απλή πτυχιακή εργασία του Χρήστου ο οποίος αγαπάει πραγματικά την ελληνική ροκ ανεξάρτητη σκηνή και μαζί με τις σκηνοθετικές γνώσεις του Μιχάλη, ο οποίος παράλληλα σπουδάζει στη Σχολή Σταυράκου, δημιουργήθηκε μια συνεργασία φοιτητών με κοινές καταβολές και ανησυχίες.

«Τίποτα δεν πεθαίνει τόσο εύκολα σήμερα. Ζούμε στην εποχή της άρνησης του θανάτου.»

Τι αντιπροσωπεύει άραγε η άρνηση του θανάτου;
Ο τίτλος προέκυψε από μια ατάκα ενός καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, του Νικόλα Χρηστάκη που συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ, αν και ο αρχικός τίτλος ήταν «Τα κανονικά παιδιά» – ένα τραγούδι από τις Τρύπες. Για τον Χρήστο και τον Μιχάλη αντιπροσωπεύει πολύ απλά την άρνηση των συγκροτημάτων να τα παρατήσουν, την άρνηση να «σκοτώσουν» αυτό που έχουν δημιουργήσει. Θα έλεγε κανείς ότι είναι απόλυτα ταιριαστό με την κατάσταση την οποία βιώνουμε τώρα όντας πολύ εύκολο και ως ένα σημείο δικαιολογημένο το να τα παρατήσεις και να κάνεις κάτι άλλο, ειδικά αν ανήκεις στον πολιτιστικό τομέα που είναι εμφανώς και αδίκως παρατημένος.

Το 2011 κυκλοφόρησαν δύο ιστορικά άλμπουμ των Planet of Zeus και των 1000mods κι έτσι δημιουργήθηκαν κι άλλα συγκροτήματα γιατί πίστεψαν σε αυτά. Από ‘κεί κι έπειτα, περισσότερος κόσμος γνώρισε και αγκάλιασε αυτό το κύμα που δημιουργήθηκε, με τη χωρητικότητα στα venues να ξεπερνάει κατά πολύ τις προσδοκίες των προηγούμενων ετών. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και η άνοδος των social media, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στα συγκροτήματα να προωθήσουν τη μουσική τους και να καταφέρουν ν’ ακουστούν σε ένα ευρύτερο κοινό. Τα συγκροτήματα που έκαναν μεγάλη προσπάθεια από τα τέλη των 90’s μέχρι και τώρα ήταν αρκετά, παρ’ όλα αυτά αναρωτιόμουν αν υπήρξαν κάποια κριτήρια όσον αφορά την επιλογή των συγκροτημάτων που θα συμπεριλάβουν στο ντοκιμαντέρ όπως π.χ. προσωπικά γούστα.

Ποιοι είναι όμως οι πραγματικοί λόγοι που έφτασε σε αυτή την άνθιση το ροκ στην Ελλάδα;
Δε νομίζω ότι θα είχε ιδιαίτερο νόημα να δείξουμε μπάντες οι οποίες έκαναν μία προσπάθεια και μετά για τους διάφορους λόγους τα παράτησαν. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι η άρνηση του θανάτου, ανθρώπους που έχουν κάνει θυσίες χρόνων για να βρίσκονται στο επίπεδο που είναι τώρα και να αναγνωρίζονται οι κόποι τους. Δε μπορούσαμε να μην συμπεριλάβουμε τους Planet of Zeus και τους 1000mods που «το λέει η ψυχούλα τους» και είναι τουλάχιστον τρεις μήνες το χρόνο σε περιοδεία, όπως επίσης δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι Nightstalker, καθώς αυτοί ήταν από τους πιονιέρους και πήραν μαζί τους υπόλοιπους όταν έγινε το μεγάλο κύμα του 2011.

Ωστόσο, πέρα από τα συγκροτήματα, τα παιδιά εστίασαν και σε ανθρώπους που έχουν δει το ροκ με μια κοινωνιολογική ματιά, όπως καθηγητές οι οποίοι άκουγαν ροκ κι επέλεξαν να ασχοληθούν επιστημονικά με αυτό, καθώς και managers συγκροτημάτων ή ηχολήπτες που έχουν δουλέψει και με τωρινά συγκροτήματα: «Με αυτό τον τρόπο στοχεύσαμε στο να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη ματιά, θέλαμε να αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εποχές, μπάντες που υπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια, από παλιές μέχρι πιο σύγχρονες. Και διαφορετικές ηλικίες.»

Στην αρχή ξεκίνησε σαν πτυχιακή. Η πρόθεση να στείλουν το ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ υπήρξε τη στιγμή που αποφάσισαν να δώσουν περισσότερο χρόνο και να ασχοληθούν πιο σοβαρά με αυτό: «Όσον αφορά την επιλογή του συγκεκριμένου φεστιβάλ το είχαμε επισκεφθεί το 2018 τότε που είχαμε ξεκινήσει με το ντοκιμαντέρ, αν και τότε μας φαινόταν υπερβολικά δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο.»

Αφού ήρθαν σ’ επαφή με τη Χρύσα Οικονομοπούλου, που διαχειρίζεται την επικοινωνία του φεστιβάλ και έστειλαν ένα rough cut στον καλλιτεχνικό διευθυντή Δημήτρη Παπανδρέου, έλαβαν τη θετική απάντηση. «Πήραμε μεγάλη χαρά όταν μάθαμε πως θα το συμπεριλάβουν στο φεστιβάλ. Αυτό είναι και το “επίσταγμα” της φιλίας μας καθώς μέσα σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε και ωρίμασε, δεν ήμασταν απλώς συνεργάτες.»

Ξεκίνησαν με μηδενικό budget, και προσπαθούσαν με ανεξάρτητο τρόπο και μέσα να καταφέρουν να παράγουν κάτι επαγγελματικό. Συνάντησαν πολλές δυσκολίες και εμπόδια. Μας είχε δανείσει ένας θείος μία πολύ καλή κάμερα επαγγελματική Nikon και είχαμε δύο φακούς, ένας εκ των οποίων εκλάπη. Παρ’ όλα αυτά συνεχίσαμε τη δουλειά και νοικιάσαμε εξοπλισμό, οργώσαμε την Αθήνα με λεωφορεία κουβαλώντας ένα μεγάλο σακίδιο φορτωμένο με τρίποδα, φώτα, και μικρόφωνα. Προσπαθούσαμε να μη μας λείπει κάτι, να έχουμε ό,τι χρειαζόταν και αυτό ήταν λίγο ταλαιπωρία, αλλά εν τέλει άξιζε.

Σε αυτή τους την προσπάθεια προσέγγισαν αρκετούς ανθρώπους αλλά κατά πόσο ήταν όλοι αυτοί δεκτικοί στο να συνεισφέρουν;
Λόγω της ραδιοφωνικής εκπομπής που έκανε ο Χρήστος (Overnight Parasites) οι περισσότεροι από τα συγκροτήματα είχαν έρθει και εκτιμούσαν πραγματικά αυτό που κάναμε, ότι “το λέει η ψυχούλα μας”. Οι καθηγητές ήταν μεν θετικοί, αλλά στην αρχή δεν κατάλαβαν γιατί τους χρειαζόμασταν όπως ο Κ. Χρηστάκης που ήταν λίγο προβληματισμένος αλλά παρ’ όλα αυτά δεκτικός. Οι καθηγητές είχαν έναν πιο ακαδημαϊκό τρόπο σκέψης, δίνοντας μας ένα θεωρητικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Ωστόσο πήραμε περισσότερες πληροφορίες από τους καλλιτέχνες όπως τον Αργύρη (Nightstalker) για το πώς έζησε τα χρόνια αυτά, τη δεκαετία του 90 και το πώς αντιλήφθηκε την όλη κατάσταση με το ροκ. Η συζήτηση μαζί του μας έδωσε περισσότερη έμπνευση μιας και νιώσαμε ότι πονάει αυτό που κάνει, έχει περάσει δυσκολίες και έζησε πολύ έντονα τη μουσική σκηνή του ροκ στην Ελλάδα. Οι πληροφορίες που μας έδωσε είχαν μια πρωτογενή αίσθηση, η οποία είναι τελείως διαφορετική από ένα παρατηρητικό μάτι, όπως είναι αυτό του ερευνητή, στην περίπτωση μας ενός καθηγητή.

Μιλώντας για τη ροκ μουσική σκηνή στην Αθήνα και οι δύο συμφωνούν στο ότι υπάρχει μεν ανταγωνισμός που είναι φυσιολογικό γιατί ο καθένας θέλει το καλύτερο από την μπάντα του,  όμως υπάρχει και ευγενής συνεργασία.
Δεν υπάρχει αυτό το να πατήσεις «επί πτωμάτων». Η μία μπάντα έχει επωφεληθεί από την άλλη αφού μαζί ξεκίνησαν και στη συνέχεια μαζί διαμόρφωσαν τη σκηνή. Άλλωστε, το DIY προϋποθέτει αλληλεγγύη και συνεργασία. Δεν έχει τύχει live παρουσίαση δίσκου μεγάλης μπάντα που να μη δούμε μέλη άλλης και όχι με πρόσκληση, αλλά να πληρώσουν για να δουν την άλλη μπάντα και αυτό λέει πολλά.

Παρ’ όλα αυτά κάποιες μπάντες τα καταφέρνουν καλύτερα στο εξωτερικό από κάποιες άλλες και αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν συγκροτήματα που εκμεταλλεύτηκαν κάποιες τεχνολογικές και μουσικές συγκυρίες.

Ο σκληρός ήχος επανήλθε στο προσκήνιο το 2011. Μπορεί να είναι ανεξήγητο το πώς κατάφεραν να συγκεντρώσουν 800 άτομα κάτω από μια σκηνή, αλλά δεν είναι ανεξήγητο το ότι έστελναν email σαν τρελοί για να κλείσουν εμφανίσεις. Ήταν ξεκάθαρα οι πρώτοι που το επιχείρησαν.

Αυτές είναι οι γέφυρες τις οποίες χτίζεις και έπειτα λειτουργούν σαν δίαυλοι επικοινωνίας με το εξωτερικό. Κάποιοι δυσκολεύτηκαν πολύ στο να χτίσουν αυτές τις γέφυρες, τώρα είναι πιο εύκολο, αλλά αυτή είναι και η πορεία μας επιτυχημένης σκηνής, το ότι ο ένας βοηθάει τον άλλο. Ποτέ δεν είχαμε βιομηχανία του ροκ και κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν να τη δημιουργήσουν.

Όταν υπάρχει το DIY, ο επαγγελματισμός θα απαρτίζεται και αυτός από DIY, άρα θα εξελίσσεται με πολύ πιο αργά βήματα από ότι στα αμερικανικά πρότυπα. Επιπλέον, το διαδίκτυο σου δίνει τη δυνατότητα να είσαι πιο ανεξάρτητος αλλά και πιο ευέλικτος, τους βοήθησε πολύ στο να κλείνουν π.χ. συναυλίες και στο να έχουν επικοινωνία με το κοινό τους.

Τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας έχουν προσεγγίσει ελάχιστα το θέμα της ανεξάρτητης ελληνικής μουσικής σκηνής. Ακόμα και αν πουληθούν 3000 εισιτήρια σε μια συναυλία δεν ασχολούνται με το θέμα και παρατηρούμε ότι η ανεξάρτητη σκηνή στηρίζεται από τα ανεξάρτητα μέσα.

Η τηλεόραση αυτό που θέλει να κάνει είναι να συγκινεί τις μάζες για να κρατήσει το ενδιαφέρον. Όταν το ενδιαφέρον φεύγει από τον μουσικό παράγοντα και στέκεται στον ανθρωποκεντρικό, δεν έχει κανένα νόημα. Δεν υπάρχει περίπτωση ένα μεγάλο παραδοσιακό μέσο όπως π.χ. μία εφημερίδα να ασχοληθεί με το ότι οι Septic Flesh παίξανε στο Μεξικό με συμφωνική ορχήστρα και ήταν sold out. Αν δεν πουλάει δεν έχει νόημα να ασχοληθούν και αυτή είναι η νοοτροπία που διαθέτουν τα περισσότερα ελληνικά κανάλια.

Για να ασχοληθούν πραγματικά θα πρέπει τα συγκροτήματα να ταιριάξουν με το ύφος και την αισθητική των μέσων αυτών, αλλά προφανώς απευθύνονται σε ένα άλλο κοινό. Δυστυχώς είναι κάτι δεδομένο πλέον και όχι κάτι που μας θυμώνει απαραίτητα.

Οι συνθήκες που επιβάλλει η πανδημία ανάγκασαν το Gimme Shelter Festival να αναβάλλει τις, προγραμματισμένες για τον Φεβρουάριο, προβολές του. Συνεπώς αναμένουμε νέες ανακοινώσεις που σύμφωνα με το δελτίο τύπου του φεστιβάλ θα υπάρξουν την 1η Φεβρουαρίου.

Τι αίσθηση αφήνει η ολοκλήρωση του μοντάζ για το ντοκιμαντέρ στον Χρήστο και τον Μιχάλη; Θαρρώ πως θα ανυπομονούν να δουν το δημιούργημα τους στη μεγάλη οθόνη για πρώτη φορά αλλά με βεβαιώνουν πως θα υπάρξει περισσότερη ανακούφιση παρά συγκίνηση.

Όταν το βλέπεις ολοκληρωμένο ναι μεν σε συγκινεί, αλλά στην πραγματικότητα το έχεις δουλέψει πολύ καιρό και για δύο χρόνια έχει γίνει η καθημερινότητά σου, οπότε δε θα νιώσεις δέος αλλά θα ανακουφιστείς. Όταν το δούμε σίγουρα θα σκεφτούμε τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει αλλιώς.

Βέβαια το να δημιουργείς κάτι και να το κρατάς για εσένα δεν είναι το ίδιο με το να το μοιράζεσαι με τους άλλους. Θα μπορούσε να είχε παραμείνει απλώς μια πτυχιακή εργασία, μια διεκπεραίωση για τη σχολή, αλλά υπήρξε κάτι παραπάνω από αυτό.

Εκτιμήσαμε πολύ το πώς ανταποκρίθηκε ο κόσμος στα social media με τα repost κλπ. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις ότι τελικά αυτό δεν αφορά απλώς δύο τύπους που έφτιαξαν ένα ντοκιμαντέρ, αλλά και ανθρώπους που έχουν νιώσει συναισθήματα σε αυτή τη σκηνή και έχουν κομμάτια τα οποία όταν τα ακούσει ο Γιώργος από το Χαϊδάρι και ο Μήτσος από τα Εξάρχεια θα τους ξυπνήσουν ακριβώς τα ίδια συναισθήματα, άσχετα με το αν αναφέρονται σε διαφορετικές καταστάσεις και πρόσωπα. Σίγουρα θα ανακουφιστούμε όταν προβληθεί λόγω της δεδομένης κατάστασης.

Ο Χρήστος ταυτίστηκε με μια φράση του σκηνοθέτη της ταινίας «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού που σε μια συνέντευξή του δήλωσε πως: «Μια ταινία μπορείς να τη ξεκινήσεις μόνος σου, αλλά δε μπορείς να την ολοκληρώσεις μόνος σου».

Φυσικά σε μια αξιόλογη προσπάθεια δε θα μπορούσαν να λείπουν και άνθρωποι που εμπιστεύτηκαν τα παιδιά και τους βοήθησαν αφιλοκερδώς όπως μου τόνισαν στη συζήτησή μας. Ο Χρήστος ταυτίστηκε με μια φράση του σκηνοθέτη της ταινίας ‘Απόντες’ Νίκου Γραμματικού που σε μια συνέντευξή του δήλωσε πως «μια ταινία μπορείς να τη ξεκινήσεις μόνος σου αλλά δε μπορείς να την ολοκληρώσεις μόνος σου

Υπήρξαν άνθρωποι που πίστεψαν σε εμάς, σ’ ένα κοινό σκοπό και μας παρείχαν αρχειακό υλικό που είχαν ήδη γυρίσει και μοντάρει. Οφείλουμε τεράστια ευγνωμοσύνη στον Ορφέα Καλαφάτη, Έβαν Μαραγκουδάκη, Ζήση Τσούμπο, Μιχάλη Τζάνογλο, στον Βewilder Βrother που ξενύχτησε για να μας ετοιμάσει μια αφίσα και να μας έχει ευχαριστημένους και σε πόσους ακόμα.

Είχαμε δίπλα μας ανθρώπους που με πολύ μεγάλη προθυμία συνέβαλαν στην προσπάθεια μας και μακάρι να μπορούσαμε να το ανταποδώσουμε κάπως. Αυτοί οι άνθρωποι μας έδωσαν feedback, σπατάλησαν χρόνο – κάποιοι χωρίς να μας ξέρουν καν – όπως ο διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης, Δημήτρης Λαμπρίδης. Άνθρωποι που καταλαβαίνεις ότι έχουν βρεθεί στη θέση σου και δε το κάνουν για να σε δασκαλέψουν αλλά για να σε συμβουλέψουν.

Όπως πολύ σωστά αναφέρει και ο ιστορικός Κώστας Κατσάπης, που επίσης συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ: «Το διαχρονικά ζητούμενο της ροκ είναι να πιάσει τα μηνύματα μιας γενιάς στη συγκυρία και να τα εκφράσει».

Η ανεξάρτητη ελληνική ροκ σκηνή αντιλαμβάνεται τις συγκυρίες στις οποίες έχει την ευκαιρία να εκφραστεί και ανθίζει. Όσοι την αγαπάμε ανήκουμε στη γενιά των ανθρώπων που στηρίζει και θα συνεχίσει να στηρίζει τέτοια εγχειρήματα, πόσο μάλλον τώρα που μας έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ για να συνεχίσει να υπάρχει.

______________________

Η εποχή της άρνησης του θανάτου

Βρείτε τη σελίδα της ταινίας στο Facebook!

Δείτε το trailer:

AUTHOR

Ηλιάνα Παπαπάνου

Μια σύγχρονη εκδοχή του William Miller στο Almost Famous παγιδευμένη στο σώμα μιας generation Υ που θα ευχόταν να ζει στα 70s. Μουσική, κινηματογράφος, ταξίδια, γραφή και τα λοιπά. I am the enemy.

Loading...
Ένα ντοκιμαντέρ για τη συνεργασία Gucci & The North Face!
Διαγωνισμός Best Illusion: Αυτές είναι οι καλύτερες οφθαλμαπάτες για το 2020!