Skip to content

Η ηδονή και ο ερωτισμός μέσα από τα ποιήματα του Καβάφη.

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου το 1863 και έφυγε επίσης σαν σήμερα στις 29 Απριλίου του 1933. Ο Καβάφης εμπνεόταν από ιστορικά γεγονότα και έθιγε φιλοσοφικά ζητήματα στα ποιήματά του, όπως και δε δίσταζε να γράψει ποιήματα για τον Έρωτα και την Ηδονή. Ο ερωτισμός του Καβάφη έχει υπάρξει αντικείμενο ερευνών μέχρι και σήμερα, καθώς θα μπορούσε να πει κανείς πως ο τρόπος που εξέφραζε την ηδονή και τον έρωτα μέσω της αναπόλησης και της ανάμνησης στα ποιήματα υπήρξε ρηξικέλευθος για την εποχή του.

Ένα από τα διαμάντια της βιβλιοθήκης μου είναι το «Ποιήματα» του Καβάφη από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκης, μια συλλογή από ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1905-1917. Μια συλλογή, πλέον εξαντλημένη, που σκάλισα για να σου συγκεντρώσω τα πιο όμορφα ποιήματά του που μιλούν για την Ηδονή.

Μια νύχτα

Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω

ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —

τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.

[1915]


Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

[1912]


Επήγα

Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κι επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.

Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.

[1905, 1913]


Πολυέλαιος

Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,
και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,
καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει·
και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει

μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.
Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμμένη
από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά,
διόλου συνηθισμένο φως δεν είν’ αυτό που βγαίνει.
Γι’ άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη

αυτής της ζέστης η ηδονή.

[1914]


Απ’ τες εννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

[1917]


Όταν Διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.

[1913]


Ηδονή

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

[1917]


Έτσι Πολύ Ατένισα-

Τὴν ἐμορφιὰ ἔτσι πολὺ ατένισα,
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.

Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.
Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·
πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,
καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ’ ἄσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν
ἡ ποίησίς μου……. μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,
μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα……

[1917]


Η Προσθήκη του Καπνοπωλείου

Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη
καπνοπωλείου εστέκονταν, ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς.
Τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν,
και την παράνομην επιθυμία της σαρκός των
εξέφρασαν δειλά, διστακτικά.
Έπειτα, ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα –
ως που εμειδίασαν, κ’ ένευσαν ελαφρώς.

Και τότε πια το αμάξι το κλεισμένο…
το αισθητικό πλησίασμα των σωμάτων·
τα ενωμένα χέρια, τα ενωμένα χείλη.

[1917]


Εν εσπέρα

Πάντως δε θα διαρκούσανε πολύ. Η πείρα
των χρόνων με το δείχνει. Αλλ’ όμως κάπως βιαστικά
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
Ήτανε σύντομος ο ωραίος βίος.
Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα,
σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμε,
σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.
Μια απήχησις των ημερών της ηδονής,
μια απήχησις των ημερών κοντά μου ήλθε,
κάτι απ’ της νεότητός μας των δυονώ την πύρα·
στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα,
και διάβαζα πάλι και πάλι ως που έλειψε το φως.
Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά-
βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.

[1917]


Θυμήσου, σώμα…

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

[1916]


Εν απογνώσει

Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε -είπ’ εκείνος- ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη- ως είπε- να σωθεί.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Από την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί·
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.

[1917]

AUTHOR

Γιώτα Συνιρίδου

Κοινωνική λειτουργός ταγμένη στη λογοτεχνία και στην αρθρογραφία.

Loading...
Το Summer Nostos Festival υπόσχεται να κάνει το φετινό μας καλοκαίρι απολαυστικό!
Δες την μικρού μήκους ταινία «Δωμάτιο» του Κωνσταντίνου Κατσιαμπούλα εδώ!