Cinematic Odyssey #57: Οι ταινίες της εβδομάδας!
Κάποτε ο κινηματογράφος δεν ήταν θορυβώδης, αλλά ένας σιωπηλός τρόπος να παρακολουθείς τον εαυτό σου να σκέφτεται, να περιπλανιέται, να κουράζεται, να χάνεται μέσα σε δωμάτια, δρόμους και πρόσωπα, χωρίς καμία βεβαιότητα ότι κάπου οδηγείται. Στις ταινίες λοιπόν της εβδομάδας, θα περιπλανηθούμε σε έργα που δεν σε διασκεδάζουν αλλά σε απογυμνώνουν σχεδόν ανηλεώς, μέχρι να αναγκαστείς να δεις όχι την οθόνη, αλλά το κενό που κουβαλάς μέσα σου.
News from Home (1976, Chantal Akerman)

Η ταινία “News from Home” μοιάζει περισσότερο με αναπνοή παρά με αφήγηση, μια παρατεταμένη, κοπιώδη αναπνοή μέσα σε μια πόλη που δεν νιώθεις πως ανήκεις. Η Akerman κινηματογραφεί τη Νέα Υόρκη όχι ως σύνολο εικόνων αλλά ως συνθήκη ύπαρξης, ως ένα περιβάλλον όπου ο άνθρωπος διαλύεται αργά μέσα στη μηχανικότητα, στον ρυθμό των βημάτων που δεν έχουν προορισμό, στους αυτοματισμούς των μεταφορών, στις άδειες αποβάθρες που δεν οδηγούν στο σπίτι. Η ειδυλλιακή άλλοτε πόλη αυτή, δεν είναι λαμπερή όπως την έχουμε συνηθίσει, αλλά είναι κουρασμένη, γκρίζα, γεμάτη ανθρώπους που περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλον χωρίς να συναντιούνται. Η πλοκή είναι η ίδια η διάρκεια, μιας και δεν υπάρχουν δραματικά γεγονότα. Για αυτό, το βλέμμα του θεατή αναγκάζεται να μείνει, να αντέξει τη μονοτονία, να παρατηρήσει τις μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις ανθρώπων που δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Πάνω σε αυτές τις εικόνες ακούγεται η φωνή της ίδιας της σκηνοθέτριας, που διαβάζει πραγματικά γράμματα της μητέρας της. Τα γράμματα κινούνται σε δύο επίπεδα: το πιο πρακτικό ( όπως το «σου έστειλα χρήματα», «πες μου αν έλαβες το πακέτο») και το πιο συναισθηματικό («ανησυχώ», «μας λείπεις»). Αυτή η σύγκρουση που δημιουργείται ανάμεσα στον σχεδόν μηχανικό λόγο της καθημερινότητας και στην απελπισμένη ανάγκη για εγγύτητα δημιουργεί τον υπόγειο παλμό της ταινίας, σαν να αφήνεται να εννοηθεί ότι η φροντίδα σε πρακτικά πράγματα μπορεί να γεφυρώσει την άβυσσο της φυσικής και συναισθηματικής απόστασης.
Το “News from Home” είναι μία μοναδική ταινία που λειτουργεί σαν στοχασμός πάνω στη μετανάστευση όχι ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως υπαρξιακή κατάσταση. Αναρωτιόμαστε λοιπόν, τι συμβαίνει στον άνθρωπο όταν αποκόβεται από τη μητρική γλώσσα, από την οικειότητα, από το βλέμμα των ανθρώπων που τον γνώριζαν πριν γίνει κάποιος άλλος; Εδώ, η Νέα Υόρκη παρουσιάζεται σαν απρόσωπο σώμα που καταπίνει τον άνθρωπο χωρίς εχθρότητα, αλλά και χωρίς καμία μορφή αγάπης, καθώς το αληθινό σπίτι παύει να είναι τόπος, αλλά γίνεται φωνή και χαρτί. Γίνεται λοιπόν κάτι που διαβάζεται, αλλά δεν αγγίζεται. Αισθητικά, η ταινία επιμένει στην απόσταση καθώς σπάνια βλέπουμε κοντινά πλάνα. Οι άνθρωποι μοιάζουν μικροί μέσα στο κάδρο ενώ επικρατεί κυρίως ο ήχος. Ο ήχος της πόλης, οι μηχανές, τα φρένα, πνίγουν συχνά τη φωνή της μητέρας, δημιουργώντας ένα σχόλιο για το πώς ο σύγχρονος κόσμος καλύπτει τη συναισθηματική μας ζωή. Κι όμως, ο θεατής, μέσα από αυτή την αποξένωση, αρχίζει να νιώθει κάτι βαθιά προσωπικό: μια νοσταλγία για ένα σπίτι που ίσως δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς όπως το θυμόμαστε. Πέρα από αυτή την θεματική όμως, αντιλαμβανόμαστε πως η ταινία αυτή είναι δημιουργημένη όχι μόνο για τους ανθρώπους που έφυγαν, αλλά ακόμη περισσότερο για ανθρώπους που δεν ξέρουν πού ανήκουν.
______________________
Cléo de 5 à 7 (1962, Agnès Varda)

Σε μία από τις πιο προσωπικές ταινίες της “Cléo de 5 à 7 “, η Varda χτίζει μια ταινία σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, παρακολουθώντας ενενήντα λεπτά από τη ζωή μιας γυναίκας που περιμένει τη διάγνωση μιας ιατρικής εξέτασης. Η πλοκή είναι απολύτως συγκεκριμένη, καθώς η Cléo βγαίνει από έναν χώρο χαρτομαντείας, περιπλανιέται στο Παρίσι, συναντά φίλους, μουσικούς, αγνώστους, μέχρι τη στιγμή που πρέπει να μάθει αν είναι σοβαρά άρρωστη. Η Cléo, στην αρχή, ζει μέσα σε έναν κόσμο όπου όλα είναι εικόνα, καθώς βασίζονται στην ομορφιά της, στα φορέματά της και στα βλέμματα των άλλων. Για αυτό και βλέπουμε στα πρώτα πλάνα την Cléo απολύτως παγιδευμένη στην εικόνα της, μιας και κοιτά διαρκώς τον εαυτό της σε καθρέφτες, νοιάζεται για τα μαλλιά της, για το πρόσωπό της, για το πώς την βλέπουν, ενώ μιλά συχνά σαν να παίζει ρόλο. Ο φόβος της δεν είναι μόνο για τον θάνατο, αλλά για την απώλεια της λάμψης, της επιθυμητότητας, της ορατότητάς της. Καθώς όμως περπατά στην πόλη, η Varda της αφαιρεί σταδιακά τα στηρίγματα: χάνει την περούκα της, μένει μόνη, βγαίνει στα πάρκα, στις φτωχογειτονιές, σε χώρους που δεν είναι λαμπεροί. Έπειτα συναντά έναν στρατιώτη και αυτή η συνάντηση αλλάζει την αίσθηση της ιστορίας, μιας και για πρώτη φορά δεν μοιάζει με στημένη εικόνα, αλλά είναι άνθρωπος που ακούει και ακούγεται.
Οι σκέψεις που προκύπτουν από την εμπειρία αυτής της ταινίας δεν βασίζονται σε μεγάλες ιδέες, αλλά σε μικρές και καθοριστικές μετατοπίσεις, στο πώς μια γυναίκα, μέσα σε μιάμιση ώρα κινηματογραφικού χρόνου, μετακινείται από το «φοβάμαι μην πεθάνω γιατί χάνω την εικόνα μου» στο «φοβάμαι μην πεθάνω γιατί δεν πρόλαβα να νιώσω». Και αυτό το ταξίδι, είναι μία ανθρώπινη εμπειρία που ταυτόχρονα είναι και αληθινά βίαιη. Η πρωταγωνίστρια μας, ωριμάζει, μιας και ο φόβος του θανάτου δεν τη μικραίνει, αλλά την βγάζει από την επιφάνεια και τη φέρνει στο βάθος. Το τέλος της ταινίας δεν προσφέρει ανακούφιση με τον τρόπο των συμβατικών ταινιών αλλά μας προσφέρει κάτι πιο αληθινό, μια αίσθηση ηρεμίας μέσα στην αβεβαιότητα.
______________________
The Man Who Sleeps (1974, Bernard Queysanne & Georges Perec)

Μια από τις πιο φιλοσοφικές και εσωτερικά θορυβώδεις ταινίες που έχω δει, το “The Man who sleeps”, δεν ξεκινά με ξεσπάσματα, αλλά σε αφήνει να νιώσεις ένα κενό. Ο νεαρός άντρας που πρωταγωνιστεί, δεν καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, δεν φωνάζει, δεν κλαίει. Αντίθετα, ξυπνά ένα πρωί και αποφασίζει, σχεδόν αθόρυβα, να αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή. Είναι το είδος της απόφασης που γεννιέται όταν η ψυχή δεν έχει πια ένταση ούτε για την απόγνωση, όταν το δράμα έχει στεγνώσει και απομένει μόνο μια επίπεδη, ανώνυμη βαρύτητα. Η κάμερα τον τοποθετεί σε ένα Παρίσι χωρίς τουριστική ταυτότητα, αλλά με εσωτερικά δωμάτια, φτωχά διαμερίσματα, υπόγειους χώρους καθώς και δρόμους χωρίς προορισμό. Οι χώροι δεν λειτουργούν ως σκηνικό, αλλά ως προέκταση της ψυχικής του κατάστασης. Είναι όλοι στενοί, επαναλαμβανόμενοι, σχεδόν καφκικοί. Ο κόσμος γύρω του υπάρχει, αλλά σαν να τον διαπερνά χωρίς την ύπαρξη της τριβής, σαν να μην αφήνει ίχνη. Ένα από τα πιοριζοσπαστικά στοιχεία του έργου είναι η χρήση του δεύτερου προσώπου, καθώς η φωνή που λέει εσύ, δεν λειτουργεί απλώς ως αφηγηματικό τέχνασμα αλλά ως μια ηθική επίθεση στον θεατή. Για αυτό, δεν σου επιτρέπει να αποστασιοποιηθεί και να σκεφτείς πως μόνο ο πρωταγωνιστής είναι έτσι. Σε αναγκάζει να αναρωτηθείς, πόσο κοντά βρίσκομαι εγώ σε αυτή την κατάσταση; Πόσες φορές έχω θελήσει, έστω για μια στιγμή, να σταματήσω να συμμετέχω;
Αυτό το αίσθημα της αποξένωσης, η αδυναμία να νιώσεις ότι ανήκεις πραγματικά στον χώρο που κατοικείς, δεν ανήκει μόνο στον κινηματογράφο του The Man Who Sleeps, αλλά διατρέχει ολόκληρη τη σκέψη και τη ζωή του Franz Kafka, ενός ανθρώπου που έζησε διαρκώς με την αίσθηση ότι βρίσκεται πάντα ένα βήμα έξω από τον κόσμο, σαν φιλοξενούμενος σε μια πραγματικότητα που δεν του είχε στρώσει ποτέ θέση στο τραπέζι της. Στα ημερολόγια και στα γράμματά του επανέρχεται διαρκώς η αίσθηση της αυτο-εξορίας, η σκέψη πως δεν ανήκω εδώ, δεν μπορώ όμως και να φύγω. Όπως ο άντρας του The Man Who Sleeps, έτσι κι εκείνος βίωνε τη ζωή σαν ένα δωμάτιο δίχως παράθυρα, γεμάτο καθήκοντα που δεν είχε επιλέξει και αποστολές που δεν καταλάβαινε. Εκεί, λοιπόν, σε αυτόν τον υπόγειο διάλογο ανάμεσα στον κινηματογραφικό νεαρό που αποκόπτεται και στον Kafka που ασφυκτιά, γεννιέται μια παραδοχή, ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι φτιαγμένοι για τους ρυθμούς των πολλών, για τις σιωπηλές συμβάσεις της κανονικότητας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν επαναστατούν με φωνές, αλλά με σιωπή. Και ίσως, τελικά, αυτή η αθόρυβη απόσυρση, αυτή η αδυναμία να ανήκεις, να μην είναι τελικά αδυναμία, αλλά η πιο ειλικρινής μορφή ευαισθησίας. Αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης που δεν αντέχει τον θόρυβο της επιβολής, καταλήγοντας να προτιμά τη μοναξιά από την παραμόρφωση.
______________________




