Skip to content

Cinematic Odyssey #46: Οι ταινίες της εβδομάδας!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Στις ταινίες της εβδομάδας, ανακαλύπτουμε τρεις διαφορετικούς τρόπους να κοιτάξουμε το κενό και να καταλάβουμε ότι το πιο τρομακτικό δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που απομένει αφού σβήσουν τα φώτα. Το Vanishing μας ρωτάει τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να μάθουμε την αλήθεια, το Silence of the Lambs μας δείχνει ότι ο νους μπορεί να γίνει τόπος φυλακής και το Funny Games μας υπενθυμίζει ότι ο θεατής δεν είναι ποτέ αθώος. 

______________________

The Vanishing (1988, George Sluizer)

Στην ταινία “The Vanishing” η υπόθεση ξεκινά με ένα φαινομενικά απλό γεγονός: ένα ζευγάρι ταξιδεύει για διακοπές, σταματά σε ένα βενζινάδικο, και η κοπέλα εξαφανίζεται. Κυριολεκτικά: χωρίς θόρυβο, χωρίς αντίσταση, χωρίς κανένα σημάδι. Από κει και πέρα, ο άντρας της, ο Ρεξ, περνάει χρόνια ψάχνοντας την αλήθεια για το τι της συνέβη. Δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να ξέρει. Και αυτή η εμμονή τον φέρνει αντιμέτωπο με τον Ρεϊμόντ, έναν φαινομενικά αθώο οικογενειάρχη που του προσφέρει την απάντηση. Μόνο που για να τη μάθει, πρέπει να περάσει και ο ίδιος από το ίδιο μονοπάτι που διέσχισε η κοπέλα του.

Η ταινία δεν έχει καμία βίαιη σκηνή στην κλασική έννοια, ούτε φημίζεται για τις στιγμές τρόμου και αγωνίας. Και όμως, η ένταση είναι υπόγεια και σταδιακή, σαν να σφίγγει ένας κόμπος στο στομάχι. Δεν μας ενδιαφέρει μόνο “ποιος διέπραξε το έγκλημα”, αλλά τι είδους άνθρωπος κάνει κάτι τόσο ήσυχο και ακραίο ταυτόχρονα, με ποιον τρόπο και γιατί. Είναι ένα έργο για τη λογική του κακού, εκείνο το κομμάτι του ανθρώπου που δεν σκοτώνει από θυμό ή πάθος, αλλά από περιέργεια. Και το πιο τρομακτικό είναι πως ίσως το κακό αυτό είναι πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε. Ένα από τα πιο καθηλωτικά πρόσωπα της ταινίας, ο Ρεϊμόντ, είναι ο Καντιανός δαίμονας της καθημερινότητας: ένας άνθρωπος που κάνει το Κακό ψύχραιμα, επειδή έτσι επιβεβαιώνει την ανθρώπινη ελευθερία χωρίς κανέναν Θεό, χωρίς καμία τιμωρία, χωρίς λύτρωση. Εδώ το κακό δεν είναι η έκρηξη ενός παρορμητισμού· είναι η σιωπηλή, απόλυτα συνειδητή επιλογή ενός ανθρώπου που πειραματίζεται με το όριο της ανθρώπινης ελευθερίας και ταυτόχρονα μας προκαλεί να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αναρωτηθούμε:Τι είμαστε ικανοί να κάνουμε όταν δεν υπάρχει κανείς να μας κρίνει;

______________________

The Silence of the Lambs (1991, Jonathan Demme)

Στην διαχρονική αυτή ταινία “The Silence of the Lambs” έχουμε μία πιο κλασσική αστυνομική περίπτωση: Μια νεαρή ασκούμενη του FBI, η Κλαρίς, αναλαμβάνει να βρει έναν κατά συρροή δολοφόνο. Για να τον εντοπίσει, όμως, χρειάζεται βοήθεια από έναν άλλο δολοφόνο, τον Δρ. Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο Χάνιμπαλ είναι ένας ψυχίατρος, κανίβαλος, πανέξυπνος και απόλυτα χειριστικός άνδρας με έναν λόγο που σε ξεγυμνώνει. Το καθηλωτικό στην ταινία δεν βρίσκεται μόνο στο ποιος είναι ο δολοφόνος ή πώς θα πιαστεί, αλλά στην δυναμική ανάμεσα στην Κλαρίς και τον Λέκτερ. Εκείνος, χωρίς να κουνήσει ούτε δάχτυλο, καταφέρνει να την αναγκάσει να εκθέσει τον εαυτό της. Κάθε τους συνομιλία είναι μια μονομαχία μυαλού. Και, σταδιακά, βλέπουμε πώς ο φόβος δεν έρχεται από το αίμα, αλλά από την έκθεση, την ευαλωτότητα, την αλήθεια που δεν θες να πεις ούτε στον εαυτό σου. Σε αυτή την περίπτωση, το «έγκλημα» δεν τροφοδοτείται από την περιέργεια, αλλά αποπνέει μία απερίγραπτη αισθητική, μία απόλυτη διαύγεια και ηθική ψυχρότητα. Η ταινία παίζει με τη φρίκη του να έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που σε καταλαβαίνει ίσως περισσότερο απ’ ό,τι εσύ τον εαυτό σου.

Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ δεν είναι ο απλός αντίπαλος· είναι ο καθρέφτης της ψυχής της Κλαρίς. Με λίγες κουβέντες, της θυμίζει ό,τι έχει προσπαθήσει να θάψει: τους ήχους από τα αρνιά που σφάζονταν, το τραύμα της παιδικής ηλικίας, την αίσθηση της ανικανότητας να σώσει το αθώο. Δεν την βασανίζει με φρίκη, παρόλα αυτά την βασανίζει με την αναγκαστική επιστροφή στο τραύμα, σαν να της υπενθυμίζει πως δεν θα πιάσει ποτέ τον άλλον αν δεν κοιτάξει τι κυνηγά μέσα της. Ο Λέκτερ, με τη γνώση και το βλέμμα του, θυμίζει τον Φουκώ, όταν λέει πως η εξουσία δεν βρίσκεται στο ποιος έχει τα κλειδιά, αλλά στο ποιος παρατηρεί. Η φυλακή του Λέκτερ δεν τον περιορίζει, αντιθέτως του δίνει το προνόμιο του παντεπόπτη ματιού. Δεν έχει ανάγκη να αγγίξει. Αρκεί που σε βλέπει, και μέσα από το βλέμμα του, αναγκάζεσαι να δεις τον εαυτό σου.

______________________

Funny Games (1997, Michael Haneke)

Σε μία από τις γνωστότερες ταινίες που σπάνε τον τέταρτο τοίχο, στο “Funny Games”, παρακολουθούμε μια οικογένεια που πηγαίνει στο εξοχικό της. Όλα φαίνονται ήσυχα μέχρι που εμφανίζονται δύο νέοι άντρες, ευγενικοί και καλοαναθρεμμένοι, οι οποίοι ζητούν μερικά αυγά από την μητέρα της οικογένειας. Πολύ σύντομα, καταλαβαίνουμε ότι η επίσκεψή τους δεν είναι ούτε αναίτια ούτε αθώα. Οι δυο τους βασανίζουν ψυχολογικά και σωματικά την οικογένεια, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Ή, μάλλον, ο λόγος υπάρχει , και μας αφορά άμεσα. Ο σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε κάνει κάτι σπάνιο: σπάει τον τέταρτο τοίχο. Οι χαρακτήρες μιλάνε σε εμάς, ξέρουν ότι τους βλέπουμε και μας προκαλούν. Ο θεατής περιμένει βία, αγωνία σασπένς, κάθε νέα σκηνή αποτελεί μία υπόσχεση, για κάτι έντονο και αιματηρό. Οι πρωταγωνιστές το γνωρίζουν αυτό και μας απευθύνουν συχνά τον λόγο. Έτσι, η ταινία γίνεται ένα σχόλιο για την ίδια τη βία στον κινηματογράφο και για τον ρόλο του θεατή που κάθεται άνετος στον καναπέ του μέχρι να καταλάβει ότι είναι μέρος του προβλήματος. Το Funny Games είναι στην πραγματικότητα μια ταινία τρόμου, με ένα εσωτερικό και υπαρξιακό υπόβαθρο: σε κάνει να τρομάξεις με την ίδια σου την περιέργεια, σε κάνει να νιώσεις ελεύθερος να δεις, αλλά υπεύθυνος για ό,τι αντέχεις να δεις. Κατά τη διάρκεια της ταινίας πολύ πιθανό να διερωτηθείς; Γιατί συνεχίζω να βλέπω; Ο Καμί, στο ‘Ο Ξένος’ και στον ‘Μύθο του Σισύφου’, περιγράφει τον κόσμο ως παράλογο, χωρίς νόημα, χωρίς Θεό. Ο άνθρωπος καλείται να βρει μια προσωπική ηθική, χωρίς βεβαιότητα. Στο Funny Games, οι δράστες λειτουργούν σαν αρνητικό είδωλο αυτής της ελευθερίας:

Χωρίς νόημα, χωρίς πίστη, χωρίς όρια, μόνο ακολουθώντας το παιχνίδι. Στο παιχνίδι αυτό, ο θάνατος είναι τυχαίος και ο πόνος είναι σχεδόν μηχανικός. Οι ήρωες μας, έχουν απόλυτη ελευθερία, αλλά σχεδόν κενή, καθώς γίνεται όργανο βασανισμού. Και παρότι έχει και ο θεατής την ελευθερία του, δεν παύει ταυτόχρονα να είναι εγκλωβισμένος, όχι γιατί δεν μπορεί να τους σταματήσει, αλλά γιατί τους παρακολουθεί, χωρίς να παρεμβαίνει. 

______________________

AUTHOR

Ιωάννα Λογάρου

Το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο, εξού και η προτίμηση της για τον Αλμοδοβάρ. Εμπνευσμένη από την υπαρξιακή αγωνία του Καμύ, η Ιωάννα είναι μία φοιτήτρια μοριακής βιολογίας που μέσα από τα άρθρα της εξερευνά την συσχέτιση των ταινιών με την φιλοσοφία και τις υπόλοιπες τέχνες.

Loading...
Το Φεστιβάλ Επταπυργίου είναι γεγονός!
Winimo, ο έξυπνος τρόπος να είσαι γονιός!