«Τα άλογα του καρουζέλ», μια σύντομη ιστορία
Όσο κάθομαι στον προθάλαμο και περιμένω τα αποτελέσματα των εξετάσεών μου, σκέφτομαι πως δε φοβάμαι τα νοσοκομεία. Εδώ και κάμποσες μέρες, από τότε δηλαδή που έγινα τακτικός θαμώνας, συνειδητοποιώ ολοένα και πιο θαρρετά πως ούτε το θάνατο φοβάμαι. Αγωνιώ μην τυχόν δεν προλάβω, κι έχω ένα κάρο πράγματα ακόμα να κάνω, κι άλλα που έγιναν λάθος θέλουν διόρθωμα. Ακόμη κι αν τα νέα δεν είναι χαρμόσυνα, οι άνθρωποί μου θα έχουν κάμποσο χρόνο να συνηθίσουν στην ιδέα. Οι άνθρωποι αγαπούν τη συνήθεια. Κι εγώ συνήθισα να φοβάμαι.
Λυπάμαι που σας αδίκησα με τη συμπεριφορά μου. Μόνο με τον εαυτό μου ήμουν πραγματικά θυμωμένος. Αυτό θα τους έλεγα. Πάντα θύμωνα περισσότερο με τα πράγματα που δεν έκανα ή μ’ εκείνα που δεν είπα. Όλα μου φταίγανε γύρω μου, προπαντός αυτό που δεν ήμουν, εκείνο που θα ‘θελα να ‘μαι: ένας ελεύθερος άνθρωπος, χωρίς τον καθημερινό βιοπορισμό, χωρίς να λογαριάζω το ένα τρίτο της μέρας μου για λογαριασμό κάποιου τρίτου.
Όταν ήμουν μικρός δήλωνα σε όσους με ρωτούσαν πως θα γινόμουν πράκτορας και θα κυκλοφορούσα κάποια μέρα καβάλα σε ένα μαύρο, αληθινό άλογο.
Πόσο μάλλον όταν αυτός ο τρίτος είναι ένας άχρηστος υπάνθρωπος ο οποίος υποκρίνεται πως ενδιαφέρεται για τους υπαλλήλους του, μα προπάντων ενδιαφέρεται μην τυχόν αυξηθεί ο μισθός τους. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διακηρύττει πως τα χρήματα δεν είναι το παν στη ζωή, φορώντας αυτό το άθλιο παντελόνι με τους αστράγαλους απ’ έξω και τη στενή πόλο που τονίζει τη μεγαλειώδη μπάκα του κι ένα άλογο στο πέτο μεγαλύτερο κι από τον Βουκεφάλα.
Αναρωτιέμαι αν έχει φάει ποτέ του προχθεσινά μακαρόνια. Αν του έχει πέσει ποτέ το κινητό από το μπαλκόνι, ενώ πανηγύριζε γκολ της Αλ Τακαντόμ στις καθυστερήσεις. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να ξαπλώνει δίπλα του το βράδυ η γυναίκα που ξαπλώνει δίπλα του το βράδυ. Αν πράγματι ανήκει στην κατηγορία των επιτυχημένων ανδρών, αν ο ίδιος πιστεύει ότι ανήκει, αν το πιστεύω εγώ.
Αντί για καλημέρα, σήμερα το πρωί ο υπάνθρωπος κατσικώθηκε πλάι στο γραφείο της γραμματέως με τα χέρια στις τσέπες, σιωπηλός, ώσπου να έχει την προσοχή όλων των υπαλλήλων. Με τον καβάλο του ασφυκτικά κοντά στο πρόσωπό της, πέταξε μία από τις εξυπνότερες εξυπνάδες του. «Διαβάσατε τα πρωτοσέλιδα; Η κυβέρνηση μαζί με την Ιερά Σύνοδο αποφάσισαν ότι εκτός από τη φορολόγηση, και ο θάνατος των εφοπλιστών θα είναι από δω και στο εξής εθελοντικός». Χαχαχα.
Έπειτα στήθηκε αυτάρεσκα πίσω απ’ το τζάμι του γραφείου του και μας παρατηρούσε με γουρλωμένα μάτια για ένα τέταρτο της ώρας. Μέσα σε εκείνο το διάστημα, επινόησα τουλάχιστον τέσσερις μεθόδους ακρωτηριασμού με αποκλειστική χρήση ειδών γραφείου.
Μαμά μου, αγαπημένη μου μανούλα. Εσύ μου έλεγες πάντα πως ήμουν ο πιο σπουδαίος απ’ όλους. Και γω, παρόλο που ήμουν ανέκαθεν μετριόφρων, σε πίστευα κατά βάθος. Πώς κατάντησα να δουλεύω γι’ αυτό το κατακάθι;
Θυμάμαι που πηγαίναμε στο λούνα παρκ, κάθε Κυριακή απόγευμα. Σε οδηγούσα τρέχοντας στο καρουζέλ, με σήκωνες αγκαλιά και μ’ έβαζες πάνω στη σέλα και μ’ ένα κέρμα ξεκινούσε η μουσική και να! Το χαμογελαστό άλογό μου ξεκινούσε να καλπάζει αποφασιστικά χωρίς ποτέ να χλιμιντρίζει. Έπειτα από τέσσερις γύρες, η μουσική σταματούσε απότομα και το άλογό μου επέστρεφε πάντα στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει.
Ύστερα ανεβαίναμε στη μικρή βάρκα που έπλεε αργά μέσα σ’ έναν μεταλλικό, φιδογυριστό ποταμό. Τότε μου ‘λεγες πως κάπως έτσι ταξίδεψε κι ο Μένιππος πάνω στο καραβάκι του Χάροντα χωρίς τον απαραίτητο οβολό για το τελευταίο ταξίδι του – ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Χαμογελαστός σαν εμάς, ανάμεσα σε συντετριμμένους προύχοντες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν αγαθά και αξιώματα στον πάνω κόσμο.
Για όλους σχεδόν τους ανθρώπους τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλανε. Τι γλυκιά παρηγοριά που γίνονται συχνά οι κατραπακιές των άλλων!
Όταν ήμουν μικρός δήλωνα σε όσους με ρωτούσαν πως θα γινόμουν πράκτορας και θα κυκλοφορούσα κάποια μέρα καβάλα σε ένα μαύρο, αληθινό άλογο. Από εκείνα που δεν ακολουθούν μηχανικά μια προκαθορισμένη πορεία. Τελικά έγινα εισπράκτορας και περιμάζεψα μια μαύρη, κουτσή γάτα απ’ τον δρόμο.
Κάθε τόσο αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανείς που δεν αποδέχεται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Ελπίζω να υπάρχει. Φοβάμαι πως υπάρχει. Ο γιατρός φωνάζει το όνομά μου. Τουλάχιστον δε φοβάμαι το θάνατο.