Ο αφηρημένος κόσμος του χαρισματικού Captain Beefheart!
Του έδωσα πολλούς γύρους, αρχικά σε κασέτα, άγνωστο από ποιον την πήρα. Μετέπειτα σε CD, αφού ήταν πιο εύκολη η απόκτησή ολόκληρου του έργου. Έτσι κατάφερα να το ακούσω και απανωτά, δίχως διακοπές, αλλαγή πλευρά κτλ… Ήρθε κι η στιγμή να αναζητήσω το βινύλιο κάποτε. Ήταν ήδη σε δυσθεώρητα ύψη η τιμή του. Είχαν προηγηθεί όλοι οι διθύραμβοι και φυσικά τα γνήσια αντίτυπα αλλά και οι αισχρές επανεκδόσεις (ακόμα κι η άθλια Ελληνική μια δεκαετία μετά) πλειστηριαζόντουσαν σε τιμές μη αντικειμενικές της αγοράς, της ζήτησης αλλά και της ακρόασης εντέλει.
Ο Captain Beefheart (aka Don Van Vliet) με την μαγική του μπάντα αφέθηκαν ελεύθεροι στο στούντιο από τον φίλο και φιλικό σ’ αυτές τις προσπάθειες Frank Zappa στο πλαίσιο μιας παραγωγής του δεύτερου. Ουσιαστικά η δουλειά θα έπρεπε να επιβραβεύσει το ηχητικό μοντάζ των ατελείωτων ωρών πρόβας αλλά κι αρκετών στο στούντιο ή αλλιώς είναι όλα πεταμένα εκεί για να μην χαθεί τίποτα. Σε μία εποχή που οι ηχογραφήσεις κρατούσαν όσο ο χρόνος έμπνευσης είναι ιδιαίτερο αυτό να μην συμβαίνει.
Παράλληλα με τις ακροάσεις του Trout Mask Replica, άρχιζα να παίζω λίγο με το χρόνο, μπρος και πίσω από το 1969, αναλογιζόμενος πάντα την εποχή και τα κοινωνικά της φαινόμενα. Παιδί θαύμα ο ίδιος ο καπετάνιος δεν μπορούσε να έχει κάνει κάτι διαφορετικό για να αποδείξει στον εαυτό του την ελεύθερη δημιουργία έξω από δισκογραφικούς και εταιρικούς όρους. Αφού απορρίφθηκε η πρώτη σουντιακή του δουλειά ως πολύ αρνητική, αναγκάστηκε να ξανά-ηχογραφήσει το Safe as Milk που ήταν και το ντεμπούτο το 1967. Η δεύτερη κυκλοφορία Strictly Personal μόνο αυτό δεν ήταν αφού ο ίδιος δεν ενέκρινε την τόσο έντονη παραγωγή και αποσύρθηκε ακριβώς τη στιγμή που ο φίλος του Frank Zappa είχε αποκτήσει την δική του δισκογραφική εταιρεία και ένα σχετικό cult status.
Μετά το Trout Mask Replica ο χρόνος δεν έπρεπε να χαθεί, το Lick my Decals Off, Baby ήταν μια γρήγορη ενδοσκόπηση στο μυαλό του, πολύπλοκοι ρυθμοί, λιγότερο σουρεαλιστικοί κι απόλυτος έλεγχος είχε αποτέλεσμα την στροφή των δύο επόμενων κυκλοφοριών σε περισσότερο κατανοητά – εμπορικά επίπεδα.
Το Shiny Beast (Bat Chain Puller) ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα του δημιουργού το 1978, μια δεκαετία μετά από όλες τις περιπέτειες με τη μουσική βιομηχανία. Αποσύρθηκε με το τροχόσπιτο του στην έρημο κι αφοσιώθηκε στην πρώτη του αγάπη, τη ζωγραφική. Η αφηρημένη (φυσικά!) τέχνη του, όπως και οι δισκογραφικές προσπάθειες του, βρήκαν ανταπόκριση στους κριτικούς και δέκα χρόνια μετά έφτασε να πουλάει πίνακες σε πενταψήφια ποσά!
Τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 εξαφανίστηκε. Μέχρι που το 2010 πέθανε στα 69 του χρόνια. Ένας μύθος; Μία αξία της εποχής της που διαχρονικά δεν μπορείς να εκτιμήσεις; Μία ευκαιρία για ένα ακόμα μεγάλο κέρδος στην πλάτη ενός αδιάφορου καλλιτέχνη; Όπως οι περιπτώσεις της Third Man Records του Jack White, των ebay auctions και των μουσικό-κριτικοί της εποχής του mp3s και του ταχύτατου streaming. Όλα αυτά μαζί με την αδιαφορία του ίδιου για καταξίωση καθώς τα χρόνια περνούσαν. Ένας καπετάνιος που σάλπαρε χωρίς ναύτες. Ένας πολυρυθμικός μουσικός, ατονικός τραγουδιστής και αφηρημένος (με όλη τη σημασία) καλλιτέχνης.