Ο νέος δίσκος του Bob Dylan είναι ένα ποιητικό ημερολόγιο.
Το χαστούκι ήρθε από τους Rolling Stones και το “Living in a Ghost Town” στις 23 Απριλίου, ενώ προηγήθηκε κάποια μεσάνυχτα ένα μήνα πριν το 17λεπτο “Murder Most Fool” του Bob Dylan. Χωρίς να ήταν αυτοί οι μοναδικοί μουσικοί που ενεργοποιήθηκαν, αξίζει μια μνεία στις ενέργειές τους. Είναι άραγε σημαντικό για την ιστορία να αναγραφούν οι ηλικίες τους; Προφανώς όχι, αφού αποτελούν τα πρόσωπα που πολύ απλά θα μπορούσαν να είναι οι ονειρεμένοι παππούδες μας. Όμως ανησύχησαν και συνέχισαν. Με τον τελευταίο να επιλέγει αυτό το δύσκολο από άποψη κάθε είδους πωλήσεων καλοκαίρι, να κυκλοφορήσει ένα δίσκο 58 χρόνια μετά το ντεμπούτο του!
Στις μέρες των έντονων κοινωνικών αντιδράσεων, των ψεύτικων πολιτικών υποσχέσεων και της τρομολαγνείας ο Bob Dylan βρίσκει έδαφος να θυμηθεί την επανάληψη όλων αυτών στο πέρασμα της ζωής του και να διανθίσει με μύθους και ποίηση αυτά που η ιστορία καταγράφει τώρα. Υπήρξαν συναυλίες μέσα από υπνοδωμάτια, διαδικτυακά σύνολα και συνεργασίες, συλλογές γεμάτες λιγότερο γνωστούς μουσικούς και αρκετή ψηφιακή δημιουργία (σχεδόν θόρυβος) χαμηλής εμβέλειας και προβολής. Εδώ όμως υπάρχει η βαρύτητα της υπογραφής και η σχεδόν ποιητική συνέπεια ενός τροβαδούρου που δεν παύει στα 79 του να υποστηρίζει τους τίτλους και τη φήμη του.
Ο δίσκος “Rough and Rowdy Ways” κυκλοφόρησε στις 19 Ιουνίου. Μέσα από απλές μελωδίες συνοδεύει ένα σύνολο λέξεων, κατάλληλα τοποθετημένων ώστε να καταλαβαίνεις ότι ο δημιουργός βρισκόταν παρόν στον αιώνα που πέρασε και με μελαγχολία αρνείται να ασκήσει την εύκολη κριτική, αλλά θέλει να ζωγραφίσει το παρόν και να το αφήσει λαξεμένο σε μαρμάρινη πλάκα να χάσκει ανάμεσα στην πληθώρα της γρήγορης πληροφόρησης και τη μανία της εφήμερης προβολής.
“I Contain Multitudes”
Μια κόκκινη Κάντιλακ κι ένα μαύρο μουστάκι / Δαχτυλίδια στα δάχτυλά μου που λάμπουν κι αναβοσβήνουν / Πες μου τι έρχεται μετά; Τι πρέπει να κάνουμε εμείς; / Η μισή ψυχή μου, μωρό μου, ανήκει σε σένα / Διασκεδάζω και παίζω με όλους τους νέους φίλους μου.
Υπάρχει ένα ποίημα του Walt Whitman με τον τίτλο «Τραγούδι του εαυτού μου», πιθανόν το γνωστότερο αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για έναν ποιητή του σώματος και της ψυχής, ειδικά γι’ αυτόν που σμίλεψε με λέξεις την ανθρώπινη τόλμη κι απόγνωση. Εκεί σκύβει αρχικά ο Dylan και μεταξύ άλλων αποτείνει τιμές στον Poe και τον William Blake, στον Beethoven και τον Chopin, στην Anne Frank και τον Indiana Jones, στους Rolling Stones και τους άπληστους γέρους ανάμεσα από τα κακά πλήθη. Κι αυτά μόνο στα πρώτα 4 και μισό λεπτά του νέου δίσκου του που δεν αναγράφει καν το όνομά του απέξω…
Αυτά τα τραγούδια εμφανίστηκαν ήσυχα κι αθόρυβα τους περασμένους δυο μήνες. Μέσα στην μυθιστορηματική πανούκλα, ο Dylan δίνει στον εαυτό του την επιλογή ανάμεσα στο ένα και το δύο κι αναρωτιέται τι θα έκανε ο Ιούλιος Καίσαρας στη θέση του. Αναμιγνύει αμερικάνικα blues και αιώνιο rock ‘n’ roll, σχεδόν νεκρανασταίνει κινηματογραφικούς ήρωες, συγγραφείς και μουσικούς, επαναδιαπραγματεύεται με τον εαυτό του αυτά που στιγμάτισαν την ιστορία και μαλακώνει τη φωνή του χωρίς καμία επιτήδευση. Τραγουδοποιός που φτιάχνει το δικό του τερατούργημα (Frankenstein) με παραπομπές από Shakespeare και ατάκες από τις πρώτες στιγμές των κινηματογραφικών αριστουργημάτων μέχρι τις σειρές του Netflix, κάνει το τελευταίο road trip με μόνη παρέα το ραδιόφωνο να του θυμίζει τη ζωή που άφησε πίσω και καταγράφει κάθε μνήμη δική του και συνάμα δική μας.
Στο τέλος επικαλείται τη Μνημοσύνη, την Τιτάνιδα κόρη του Ουρανού και της Γαίας, μητέρα του Δία και των Μουσών, υπεύθυνη για την παράδοση των δυνάμεων του λόγου προς τους ποιητές και τους βασιλείς. Δηλώνει ερωτευμένος με την κόρη της Καλλιόπη, την μεγαλύτερη και ευγενέστερη από τις μούσες, προστάτης της Ρητορικής και της Ποίησης. Εξομολογήσεις είναι αυτές, χρειάζονται χρόνο…