Bιβλιοπροτάσεις #3: 2+2+1(για αρχάριους, advanced και έμπειρους αναγνώστες)
Χαίρετε, χαίρετε! Τρίτη κατά σειράν ανάρτηση με βιβλιοπροτάσεις, που εστιάζουν αυτή τη φορά σε Έλληνες δημιουργούς. Και γιατί όχι, δεδομένου ότι είμαστε μια χώρα στην οποία υπάρχουν εξαιρετικοί δημιουργοί και κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις (ή απλά ροές) που ευνοούν την ανάπτυξη ιδιαίτερων και υπέροχων έργων. Ως προοίμιο των προτάσεων θα σας καλούσα να εμπιστευτείτε το εγχώριο προϊόν και να στηρίζετε νέους ανθρώπους, κάτι έχουν να σας πουν. Σήμερα θα προσπαθήσω να συμπεριλάβω στις προτάσεις έργα ‘καταξιωμένων’ συγγραφέων, με την υπόσχεση να επιμείνω στο εγγύς μέλλον στα έργα νέων και επίδοξων ανθρώπων – πάντα πιστός στο προσωπικό μου γούστο και την δική μου προσέγγιση στο μεγάλο θέμα της λογοτεχνίας.
______________________
Ελληνική Μυθολογία (Νίκος Τσιφόρος)
Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, από τα λίγα που έχω διαβάσει πάνω από 5 φορές. Ο λόγος; Πιθανόν ο ιλαρός, καθαρά σατυρικός, αλλά ταυτόχρονα και εντυπωσιακά ψύχραιμος και γλυκός λόγος του Τσιφόρου, που, αν και απευθύνεται και αποτυπώνει μία κατάσταση άλλης εποχής (δεκαετία του ‘60, μία λοιπόν από τις πολύπαθες μεταπολεμικές δεκαετίες που βίωσε η Ελλάδα), εμφανίζει αρκετές ομοιότητες και αναλογίες με σύγχρονες συμπεριφορές (εξουσιών και καθημερινών ανθρώπων), αν εξαιρέσουμε φυσικά ορισμένα στερεότυπα που επαναλαμβάνονται σχετικά με τη θέση και τη συσχέτιση των δύο φύλων. Πιθανόν πάλι να οφείλεται στην ίδια τη θεματολογία, που προσωπικά πάντα με εξίταρε, τόσο λόγω τη ιδιαίτερης σύνθεσης των ιστοριών, όσο και λόγω των προεκτάσεων τους, δηλαδή της διερεύνησης του ιστορικού γεγονότος που επιχειρούσαν να αποτυπώσουν ή της επιστημονικής άγνοιας που επιδίωκαν να καταλαγιάσουν. Άλλος και μάλλον αρκετά βασικός λόγος θα μπορούσε να είναι η ανάμνηση των γάργαρων χαχανητών του πατέρα μου κάθε που διάβαζε μερικές σελίδες του βιβλίου και του δικού μου ξεκαρδίσματος στην αγκαλιά του, χωρίς να καταλαβαίνω πάντα το αστείο – παρεμπιπτόντως, το βιβλίο απευθύνεται σε ενήλικες και δη με χιούμορ. Μεγαλώνοντας, όμως, και ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο διαπίστωσα ότι το κύριο πλεονέκτημα του είναι, πέρα από τον τρόπο γραφής που είναι κάτι παραπάνω από ευχάριστος (πραγματικά λύνεσαι στο γέλιο φορές), ότι κάθε μύθος συνοδεύεται συνήθως από ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο ξαφνικά το χιούμορ δίνει τη θέση του σε εκτενείς και σχολαστικές αναφορές σε αντίστοιχες μυθολογίες – θρησκείες, με στόχο ένα και μόνο πράγμα: την αποκάλυψη της αναλογίας και της συγκλονιστικής ομοιότητας μεταξύ θρησκειών που φύτρωσαν σε πολύ διαφορετικούς τόπους, αλλά είχαν μία κοινή ρίζα, τον άνθρωπο και την υπαρξιακή του αγωνία. Μία πολύ καλή αρχή για την έναρξη μιας εσωτερικής θρησκειολογικής και θεολογικής αναζήτησης και ένα πάρα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα σε κάθε περίπτωση.
______________________
Η φάρσα (Έρση Σωτηροπούλου)
Η φάρσα. Όσοι ζήσαμε στα χρόνια του σταθερού τηλεφώνου μέχρι τα πρώτα χρόνια των ‘00s, θυμόμαστε ότι η τηλεφωνική φάρσα αποτελούσε έναν πολύ εύκολο τρόπο για να γελάσεις με τη σαστιμάρα μιας άγνωστης φωνής στην άλλη άκρη της γραμμής, που αντιστοιχούσε σε ένα τυχαίο όνομα ενός τεράστιου καταλόγου που περιλάμβανε ένα σωρό τηλεφωνικούς αριθμούς και διευθύνσεις της πόλης, συχνά προσβάλλοντας ανενδοίαστα ή απλά σκορπώντας ακατάσχετα λέξεις και φράσεις δίχως νόημα. Αυτή είναι η πλοκή του βιβλίου σε πολύ γενικές γραμμές, ολοκληρωμένο αρκετά χρόνια πριν τη νέα χιλιετία, το 1976, όταν ήταν σχετικά δύσκολο να λάβεις τηλεφωνική γραμμή από τον πάλαι ποτέ άψογο οργανισμό τηλεπικοινωνιών μας. Ωστόσο, μέσα από τις φάρσες που κάνουν οι δύο άτακτες Ρένα και Τίτι, εκθέτουν και σατυρίζουν μία σειρά στερεοτύπων, συμπεριφορών, ανασφαλειών, εμμονών, αντιλήψεων, έμμονων αντιλήψεων, (α)παραδεκτών πεποιθήσεων, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα απλή, αφελή, σπαρταριστή, απογυμνωμένη από το σημασιακό της φορτίο και ικανή να επιτεθεί, να ειρωνευτεί και να δηλώσει την επαναστατική της δυναμική απέναντι σε κάθε εξουσία. Παραθέτοντας από το εισαγωγικό σημείωμα του Νάνου Βαλαωρίτη: “Η Φάρσα είναι το Μανιφέστο της επαναστατημένης γυναίκας – επαναστατημένη στο μέτρο που ο άντρας είναι ακόμα ο απόλυτος άρχων που κρατάει τα ηνία, αφού δεν έχει εκλείψει η βασιλεία του ούτε στους ουρανούς ούτε επί της γης… Η επαναστατική πράξη συνίσταται στην υπονόμευση αυτής της δύναμης με τη γελοιοποίησή της, την καταβαράθρωσή της με το γέλιο”.
______________________
Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας (Γιώργος Μιχαηλίδης)
3 σε 1. Η συγκεκριμένη πρόταση συνιστά μια τριλογία. Επίσης από τα πρώτα μου αναγνώσματα, από τα πρώτα μου μακροβούτια στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία μακριά από τα ιερά κι αξεπέραστα τέρατα του χώρου. Παρόλο που οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πρωτοτυπεί σχετικά με τη θεματολογία και την πλοκή, όντας ένα ιστορικό μυθιστόρημα που καλύπτει την ελληνική ιστορία από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι και την πτώση της χούντας μέσα από έναν άσβηστο, καταραμένο, άτυχο έρωτα δύο ανθρώπων από διαφορετικές τάξεις (μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν αρκετά αντίστοιχα πονήματα με αντίστοιχο πλαίσιο), έχει αρκετά στοιχεία που καθιστούν αυτήν την τριλογία ξεχωριστή και, τουλάχιστον σε σημεία, υπέροχα αξιόλογη. Στο δικό μου αναγνωστικό βλέμμα, η πλοκή και η αλληλεπίδραση των πρωταγωνιστών της ιστορίας τίθενται συνήθως στο παρασκήνιο, αποτελώντας απλώς ένα αφηγηματικό τέχνασμα, άρμα για την περιδιάβαση του αναγνώστη στα σοκάκια μιας ιστορίας που βρίθει συγκλονιστικών γεγονότων, ατελεύτητων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων και απερίγραπτης οδύνης για τις πλατιές μάζες. Ένα από τα πιο ελκυστικά στοιχεία του βιβλίου είναι η παράλληλη παρουσίαση των γεγονότων από τρία διαφορετικά πρόσωπα, εκκινώντας από διαφορετικό σημείο θέασης και αντίληψης του κόσμου και με τελείως διαφορετικές προσδοκίες από αυτόν. Κάθε πρόσωπο – πρωταγωνιστής περιγράφει με έναν τελειώς δικό του τρόπο και ύφος τα γεγονότα, καταφέρνοντας να εμβυθίσει τον αναγνώστη στη δική του οπτική και στα δικά του συναισθήματα, κάτι που είναι (λογο)τεχνικά αριστουργηματικό ως αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο ωραία ιστορικά πονήματα, καταδεικνύει τις πηγές όλων των τραυματικών εμπειριών αυτού του λαού και αποκαλύπτει μια ιστορία που μένει στην αφάνεια, τον αγώνα ενός βαθιά ταλαιπωρημένου λαού να επιβιώσει και να λυτρωθεί.
______________________
Γαλήνη (Ηλίας Βενέζης)
Προχωράμε σε λίγο πιο σκληρά αναγνώσματα. Το συγκεκριμένο βιβλίο το βρήκα σε μία γωνίτσα της μεγάλης μας οικογενειακής βιβλιοθήκης πριν από 11 περίπου χρόνια, καταχωνιασμένο, ηλικιωμένο και με ελαφρώς ταλαιπωρημένο εξώφυλλο. Ο τίτλος του δεν με ενθουσίασε ποτέ, ούτε η εμφάνιση του, καθώς θεωρούσα ότι ήταν απομεινάρι των φοιτητικών χρόνων των γονέων μου, μία από τις τυχαίες αγορές τους σε βιβλιοπωλεία – αντικερί. Ωστόσο, ένα καλοκαίρι σαν και αυτό πριν 9 περίπου χρόνια το πήρα στα χέρια μου και ξεκίνησα ένα από τα πιο συγκινητικά λογοτεχνικά μου ταξίδια. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την αγωνιώδη προσπάθεια μιας ομάδας προσφύγων (μετά την Μικρασιατική καταστροφή) να βρουν έναν τόπο να ζήσουν. Βρίσκοντας καταφύγιο στην έρημη γη της Αναβύσσου με τις ευλογίες της – επιτηδευμένα ανώνυμης – κεντρικής διοίκησης, παλεύουν να γίνουν αποδεκτοί από την τοπική κοινότητα, αντιμετωπίζοντας τρομακτικές δυσκολίες, καθώς τελικά περιορίζουν την παρουσία και την κίνηση τους στην περιοχή μιας παραλίας και μίας τέλεια άγονης έκτασης γης που τους παραχωρείται. Ο τόπος είναι εξαιρετικά αφιλόξενος, με τους ντόπιους να θέτουν προσκόμματα σε κάθε προσπάθεια των προσφύγων να ριζώσουν και να επιτρέψουν ξανά στα όνειρα τους να ανθίσουν. Μετά από πολύ κόπο και κάματο, οι άνθρωποι καταφέρνουν να έρθουν σε μία ισορροπία με τη νέα τους ζωή, αρχίζουν ξανά να ονειρεύονται, με τις ελπίδες τους να αποτυπώνονται ανάγλυφα στο πέταγμα των πρώτων υγιών καρπών της σποράς που με τόση αγάπη και επιμονή είχαν απλώσει σε ένα στέρφο χωράφι. Βρήκαν τελικά την πολυπόθητη γαλήνη; Ένα βιβλίο βαθιά ανθρωπιστικό, αντιφασιστικό χωρίς φανφάρες και φιοριτούρες, με ένα τέλος μαχαιριά στην καρδιά, πάντα επίκαιρο, ιδίως σε μια εποχή που η μισαλλοδοξία και η απανθρωπιά μοιάζει να κανονικοποιείται και να μπαίνει ξανά στη καθημερινή διάταξη από μερίδα αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, δυστυχώς με σημαντικό αντίκτυπο σε συγκεκριμένες λαϊκές μάζες.
*Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, χρόνια μετά την ανάγνωση του βιβλίου, τα μάτια μου βουρκώνουν από την ενθύμηση εκείνης της περιγραφής της απόλυτης απανθρωπιάς, του παράλογου μίσους, μιας από τις πραγματικές πλευρές του ανθρώπου που οφείλουμε να πολεμούμε και να εξαλείψουμε.
______________________
Όφις και κρίνο (Νίκος Καζαντζάκης)
Βουτιά στα πολύ βαθιά. Ε τι βρήκες να μας προτείνεις, θα μου πείτε, άλλο βιβλίο του Καζαντζάκη δεν υπάρχει; Σαφώς και υπάρχουν και μάλιστα πολλά, τα οποία έχουν χιλιοπροταθεί και κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχετε ξεψαχνίσει, καθώς μιλάμε για έναν από τους πιο επιδραστικούς και σημαντικούς έλληνες συγγραφείς. Γιατί λοιπόν να σας προτείνω ένα από αυτά τα έργα; Αντιθέτως, θεωρώ καθήκον μου να σας γνωστοποιήσω την ύπαρξη ενός μικρού, όχι τόσο μεστού, αλλά ατόφια νεανικού, φορτισμένου έργου ενός από τους λατρεμένους μου συγγραφείς. Είναι τέτοια αναγνώσματα, όπως αντίστοιχα το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, η Έκσταση του Λουντέμη, η Πορνογραφία του Γκόμπροβιτς ή η Μεταμόρφωση του Κάφκα, που ξύπνησαν μέσα μου το ασίγαστο πάθος μου για τη λογοτεχνία, αντικρίζοντας το εύρος της εκστατικής δημιουργικής παράνοιας του ανθρώπινου μυαλού. Κι αυτό είναι ακριβώς που το κεντρικό στοιχείο του πρώτου έργου του Καζαντζάκη (το ολοκλήρωσε σε ηλικία μόλις 20 ετών), στο οποίο η πλοκή παίζει ξεκάθαρα δευτερεύοντα ρόλο, παρουσιάζοντας τις αμφιταλαντεύσεις μεταξύ ζωής και θανάτου ενός νεαρού ζωγράφου, ο οποίος τελικά βρίσκει τη σύνδεση των δύο στα μαγικά (όσο και πνιγερά) στοιχεία που καλούνται Έρωτας και Ομορφιά. Εκστασιασμένος από την ανακάλυψη του, θα καλέσει την ερωμένη του να περάσουν μία νύχτα μαζί, σε ένα δωμάτιο ανθοστόλιστο. Το κείμενο βρίθει πρώιμων φιλοσοφικών-ιδεολογικών ανησυχιών, ενώ μπορεί να βρει κανείς ψήγματα της μετέπειτα σκέψης του Καζαντζάκη και της προσωπικής στάσης του απέναντι στη ζωή. Δεν αποτελεί ένα καθαρά μυθιστορηματικό κείμενο, αλλά περισσότερο ένα λογοτεχνικό ψυχογράφημα, επιτρέποντας στον συγγραφέα να πλέξει σκέψη, πραγματικότητα και φαντασία (φαντασιακό), ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνει τον αναγνώστη από την υποχρέωση ανάπλασης ενός συγκεκριμένου πλαισίου, δίνοντας του μόνο τα εργαλεία για να ταξιδέψει σε ένα δύσβατο, αλλά ολάνθιστο (όπως ακριβώς η ερωτική κλίνη – ταυτισμένη άραγε με νεκρική;), σύμπαν αντιτιθέμενων εννοιών που επιχειρούν να αναδομήσουν τη σχέση του καθημερινού με το Αιώνιο, το άφθαστο, το άφθαρτο. Απόλυτα πνευματικό κείμενο, στα όρια της φιλοσοφικής μυσταγωγίας, σίγουρα όχι ένα κείμενο για τους λάτρεις της απαράμιλλα σχολαστικής περιγραφής γεγονότων ή της άψογα σκιαγραφημένης πλοκής, αλλά ένα κείμενο γροθιά στην ληθαργική συνείδηση μας κι ένας ύμνος στην καθαρότητα της δημιουργίας – θα γινόταν τάχα να μην είναι προϊόν νιότης;
Αυτά από μένα, ελπίζω να σας άρεσαν οι προτάσεις μου, να ξαναλέμε σε έναν μήνα! Ως τότε… καλές διακοπές, ερωτικές και αξέχαστες!
______________________