Η ιστορία του Άγη, της Εύης και της καραντίνας τους. Μέρος ΙΙI
Φωτογραφία εξωφύλλου: Χρήστος Βιδούρας
Πάτα play και διάβασε.
Πίσω από τη φιγούρα του Άγη υπήρχε ένα φως, μια λάμπα μόνο, βιδωμένη σε μια βάση. Η Εύη δεν είχε δει τα τελευταία λεπτά της ταινίας κι αφοσιωμένη στο πως το κεφάλι του είχε διογκωθεί στις δύο διαστάσεις του τοίχου, κατάλαβε ότι τελείωσε μόνο από τη μουσική των τίτλων. Χαμογέλασε όταν εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Πάμε για ύπνο;» του πρότεινε, κι εκείνος, περισσότερο σαν ανακοίνωση παρά σαν πρόταση, είπε «Να πιούμε ένα ποτό ακόμα». Χωρίς να σηκωθεί από τον καναπέ, έσκυψε μέχρι τη μεριά της και έπιασε το ποτήρι της, το έφερε στο χέρι του, μέσα στην παλάμη του, δίπλα στο δικό του. Έπαιξε τα δάκτυλα του στην άκρη από το τραπέζι, σκυμμένος για ακόμα ένα δευτερόλεπτο και μετά σηκώθηκε, έβαλε το χέρι του στην τσέπη από τη ρόμπα, είπε «τίποτα» στην Εύη που τον ρώτησε τι είχε και έστριψε προς την κουζίνα.
«Ναι, αλήθεια δεν ξέρω. Δηλαδή αν είσαι σ’ ένα σπίτι δε θες να μπεις σε όλα του τα δωμάτια;»
Η Εύη συνέχισε να μελετάει τα χαρακτηριστικά του όταν κάθισε δίπλα της. Πήρε το ποτήρι που έτεινε προς το μέρος της και το κράτησε πάνω από τα γόνατα της. Σκέφτηκε για λίγο το όνειρο που είχε δει χωρίς να μπορεί να θυμηθεί τίποτα κι όσο περισσότερο προσπαθούσε να πάει εκεί, το μυαλό της έδειχνε περισσότερο αδιάφορο. Ο Άγης καθόταν κι ανέπνεε απαλά. Έβλεπε το λαιμό του να υποδέχεται μία μία τις γουλιές ρούμι. Άπλωσε το χέρι της ενώ ήξερε ότι δε θα τον έφτανε στην κίνηση της και τον ρώτησε τι σκέφτεται. Εκείνος την κοίταξε σαν να συνειδητοποιούσε την ύπαρξη της εκείνη τη στιγμή, τίναξε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του, έτριψε με τα χέρια του το πρόσωπο του κι έμεινε μια στιγμή με τα δάχτυλά του περασμένα μέσα στα μαλλιά του. «Νομίζω με χαλάρωσε πολύ το ποτό» είπε κι ένα ενοχικό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. Η Εύη του χαμογέλασε χωρίς να τον πιστέψει αλλά, συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε κάτι αλήθεια να πιστέψει ή να αμφισβητήσει σ’ αυτό που της είπε, ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτήρι της. «Αυτά τα ποτήρια έχουν αυτό το ωραίο σχήμα.» είπε κι έκανε να φτάσει το μπουκάλι πάνω στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού. Ο Άγης την είδε να επιστρέφει στη θέση της κρατώντας το μπουκάλι ψηλά στον αέρα μάλλον για να να βοηθήσει την ισορροπία της που έχανε ενώ βυθυζόταν στα μαξιλάρια της γωνίας του καναπέ. Χαμογέλασε κι έτεινε το ποτήρι του να του το γεμίσει. «Τα ποτήρια είναι ειδικά για το ρούμι. Εγκλωβίζουν τα αρώματα, ξέρεις. Και τα αρώματα είναι σημαντικά.» «Α ναι, τ’ αρώματα. Τα χρώματα και τα αρώματα.» είπε και, μ’ ένα βλέμμα από τα μισόκλειστα μάτια της του έδειξε ότι σήκωνε το μπουκάλι κι ότι είχε γεμίσει το ποτήρι του μέχρι το σημείο που και τα χρώματα και τα αρώματα θα αναδειχθούν. Εκείνος έτεινε το ποτήρι προς το μέρος της κι εκείνη έγειρε απαλά το κεφάλι της.
«Ξέρεις, δεν το κάνουμε συχνά αυτό» είπε ο Άγης και σηκώθηκε με κατεύθυνση την απέναντι πλευρά του σαλονιού. Όταν στάθηκε στην αριστερή γωνία, δίπλα στην είσοδο του διαδρόμου συμπλήρωσε «δηλαδή όσο συχνά θα μπορούσαμε». Η Έυη άκουσε την παρατήρησή του σαν αυτή η φορά να ήταν μια από τις πολλές φορές που την είχε ακούσει και του ζήτησε να διευκρινίσει περαιτέρω: πόσο συχνά θα μπορούσανε και πόσες φορές θα ήταν αρκετές. Ο Άγης με μία γουλιά τελείωσε το ποτό του «Α δεν ξέρω. Δεν ξέρω καθόλου.» είπε αμυντικά. «Νιώθεις δεν κάνουμε καλή χρήση των ευκαιριών;» επανήλθε η Εύη κι ο Άγης ξανάπε «Α, δεν ξέρω. Δεν ξέρω καθόλου.» και με δυο μεγάλα βήματα έφτασε στο μέρος του καναπέ που ήταν η Εύη και, με μια αργή κίνηση, πρώτα άνοιξε το μπουκάλι, το τράβηξε από το χέρι της και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Εκείνη είπε «Με το μαλακό» κι εκείνος χαμογελώντας πήρε ξανά τη θέση στην απέναντι πλευρά του σαλονιού, δίπλα στο διάδρομο που οδηγούσε στα δωμάτια. «Ναι, αλήθεια δεν ξέρω. Δηλαδή αν είσαι σ’ ένα σπίτι δε θες να μπεις σε όλα του τα δωμάτια;» «Θα μου ήταν αρκετό να είμαι σε ένα δωμάτιο. Αυτό με την καλύτερη θέα.» του είπε εκείνη κι εκείνος αφήνοντας ένα μικρό γέλιο από το χαμόγελο του είπε «Αλήθεια τώρα; Ένα δωμάτιο; Θα ήταν αρκετό ένα δωμάτιο;» για να του απαντήσει εκείνη «Ναι». Ένα απλό ναι, δηλαδή, που ο Άγης ούτε καν φαίνεται να του έδωσε σημασία γιατί γύρισε από την άλλη πλευρά, ώστε να απέχει λίγα εκατοστά μόνο από το μεγάλο πίνακα που υπήρχε εκεί και είπε «Δε νομίζω ότι μου λες αυτό που σκέφτεσαι» και στις εξηγήσεις που του ζήτησε η Εύη με το κάπως έκπληκτο, «Τι εννοείς» απάντησε, «Δεν έχει σημασία. Νομίζω απλώς, ότι για κανέναν ένα δωμάτιο δε θα ήταν αρκετό. Ακόμα κι αν, και τις δέκα χιλιάδες φορές που θα ξυπνούσε ήταν ξανά όλα εκεί, όλα ίδια: έπιπλα, κουρτίνες, διάδρομοι που έπαιρνε να πάει από το παράθυρο στις καρέκλες, όλα ίδια, και τις δέκα χιλιάδες φορές.»
Η φιγούρα του, όρθια δίπλα στο φωτιστικό που ήταν στο πάτωμα, είχε αποκτήσει διαστάσεις που είχαν απλωθεί όπως το μαύρο της σκιάς του έσβηνε στο λευκό του τοίχου γύρω από τον πίνακα. Κι εκεί, οι λευκές αμυγδαλιές που ο Γιαπωνέζος αντιγραφέας είχε σκορπίσει στο πορφυρό φόντο του πίνακα, φαινόταν αμέτρητες και, στο κίτρινο φως, διαχωρισμένες από την προοπτική.
Α τώρα ρωτάς; Ψήθηκες; Ναι μωρό μου, δεν ξέρω, μπορεί ναι, μπορεί, να ψάχνουμε και τον Πέτρο. Μα πας καλά, τώρα ποιόν Πέτρο μωρό μου; Εδώ είμαστε στο τελευταίο πάρτι του χρόνου σου λέω, κι εσύ με πιάνεις από το χέρι και με σφίγγεις για να μη σου φύγω.
Η Έυη έμεινε για λίγο αμίλητη. «Ενώ ένα σπίτι με δέκα χιλιάδες δωμάτια; Καλύτερα αυτό ε; Αυτό θα έπρεπε να σκέφτομαι;» ρώτησε. «Μπορεί. Γιατί όχι; Δέκα χιλιάδες δωμάτια.» είπε και της χαμογέλασε «Τόσα πολλά ε; Σίγουρα τότε, δε θα πείραζε και τόσο, που κανένα από αυτά δε θα ήταν αρκετό, αν ήταν τόσο πολλά μαζί.» κι έγνεψε ικανοποιημένος. Η Εύη τον κοίταξε και για λίγο, όσο θα της έπαιρνε για να επαναλάβει τα λόγια του στο μυαλό της δεν είπε τίποτα. «Εμένα δε με πειράζει το ένα. Μου φτάνει νομίζω. Αλλά είμαι οκ. Αν θες, πάμε βόλτα αν θες σε αυτό το τεράστιο σπίτι που όλοι, στο τέλος, όταν θα περάσουν οι δέκα χιλιάδες φορές, θα βαρεθούν.» είπε για να συμπληρώσει αμέσως μετά «Τι λέμε τώρα;» και να βάλει τα γέλια. Ο Άγης κάθισε ένα λεπτό σκεπτικός, την κοίταξε και μετά, χαμογελούσε για όσο του πήρε να περπατήσει έξω από τη ζώνη από το κίτρινο φως και από το μικρό επιδαπέδιο γλόμπο, να φύγει μπροστά από τα αιωρούμενα λευκά άνθη του πίνακα, να τη φτάσει και να απλώσει το χέρι του προς το μπουκάλι. Η Εύη, όμως, το τράβηξε και το κόλλησε στον ώμο της. Σούφρωσε τα χείλη της, έβαλε ένα το ήπιε, ξαναγέμισε το ποτήρι της, έβαλε ξανά το φελλό και τότε του το έδωσε. Εκείνος το πήρε, την κοίταξε κι αφού βεβαιώθηκε ότι η Εύη είδε το χαμόγελο στο πρόσωπο του, σοβάρεψε ξανά.
Η ιστορία του Άγη, της Εύης και της καραντίνας τους. Μέρος ΙΙ
Είχε ξεκινήσει να κατευθύνεται προς τη θέση δίπλα στον τεράστιο πίνακα με τα κλωνάρια της αμυγδαλιάς όταν η Εύη του έπιασε το χέρι και σηκώθηκε μαζί του. Η κουβέρτα έπεσε στα πόδια της κι έσκυψε να τη σηκώσει χωρίς να του αφήσει το χέρι. Την τίναξε και σήκωσε το πρόσωπο της, το έφερε απέναντι στο δικό του και του είπε «Όχι πες μου, πες μου για το σπίτι σου! Πες μου για τα δέκα χιλιάδες δωμάτια, όχι όχι με ενδιαφέρει. Αλήθεια! Ελπίζω μόνο να έχει κανένα πάρτι κι όχι να με πήγες τζάμπα εκεί. Να είναι κάποιος φίλος σου από τη δουλειά. Αχ, να είναι ο Πέτρος; Κάνει τα καλύτερα πάρτι. Μόνο ο Πέτρος θα κατάφερνε να κάνει το πάρτι στο σπίτι με τα δέκα χιλιάδες δωμάτια. Όχι όχι δε λέω βλακείες. Σκέψου το, σκέψου το! Το πάρτι του Πέτρου για την Πρωτοχρονιά, κανένα ρολόι πουθενά, όπως μας είχε κάνει πέρυσι, δε θα ξέρεις πότε θα αλλάξει ο χρόνος, δε θα ξέρεις αν θα αλλάξει ο χρόνος, δεν θα ξέρεις που είναι ο Πέτρος, ούτε που είναι αυτός που σου άνοιξε, περίμενε μωρό μου μη με διακόπτεις τώρα, το ‘χω δε βλέπεις; Το ‘χω φανταστεί όλο, το σπίτι έχει χιλιάδες πόρτες, κάποιες τις ανοίγω εγώ, κάποιες τις ανοίγεις εσύ, κάποιοι φαίνονται σαν να είναι ήδη ώρες ή και χρόνια εκεί, κάποιοι φαίνονται να είναι σαν το σπίτι τους, να έχουν αράξει – με πιάνεις; Φέρε το μπουκάλι, παιδί μου δε βλέπεις τι γίνεται; Πώς το πάω; Λοιπόν, κάποιοι έχουν αράξει, έχουν εγκατασταθεί, δεν τους νοιάζει και πολύ το πάρτι, ‘απλώς να παίζει η μουσική’ που λένε, έλα μη γελάς με κόβεις, λοιπόν ναι, γιατί όχι, κάποιοι την έχουν πέσει κιόλας, τάπα από το ποτό ή όχι δεν ξέρεις, δε σε νοιάζει, μπαίνεις μπροστά μου κλείνεις την πόρτα και λες να προχωρήσουμε, εδώ είναι ξενέρωτα, εγώ σου ξεφεύγω πάω στην επόμενη, την ανοίγω προχωράω λίγο προς τη μουσική, δεν είναι διάδρομος ακριβώς, δεν είναι οι πόρτες σαν τον δέκατο τρίτο όροφο, είναι ενωμένα δωμάτια με σαλόνια, πρέπει να με πιάσεις από το χέρι να περάσουμε δίπλα από τα τραπέζια ή πάνω από τα πράγματα που έχει παρατήσει ο καθένας, τα παλτό τους, τα παπούτσια, από τις κάλτσες που έβγαλε ο άλλος, για να ανοίξουμε την επόμενη πόρτα να περπατήσουμε, να διαλέξουμε μια άλλη να ανοίξουμε, ναι τι θες; Δε με νοιάζει ποιά, όποια να ‘ναι. Α τώρα ρωτάς; Ψήθηκες; Ναι μωρό μου, δεν ξέρω, μπορεί ναι, μπορεί, να ψάχνουμε και τον Πέτρο. Μα πας καλά, τώρα ποιόν Πέτρο μωρό μου; Εδώ είμαστε στο τελευταίο πάρτι του χρόνου σου λέω, κι εσύ με πιάνεις από το χέρι και με σφίγγεις για να μη σου φύγω.»