«Αγαπάω», το ποίημα της Παρασκευής.
Αγαπάω τ’ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους
Να φανεί απ τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω
Αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω,
Κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες γυναίκες
Που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό, τι κλαίει
Γιατί μοιάζει με μένα.
Ένα αδημοσίευτο ποίημα που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας όταν ήταν 19 χρονών. Η ευαισθησία και το πηγαίο ταλέντο του ποιητή στον χειρισμό της γλώσσας αποτυπώνονται στο παρακάτω πρώιμο ποίημα που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1929. Το ποίημα με τίτλο «Αγαπάω» δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμία από τις τρεις ποιητικές συλλογές του Καββαδία.