«Αγαπάω», το ποίημα της Παρασκευής.
Αγαπάω τ’ ότι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μία βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπρόφτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά -αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω
αγαπάω, και θα ‘θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα …
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο -ο,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
του Νίκου Καββαδία, δημοσίευση στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Παύλου Δρανδάκη, αρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.