Η «αφιλόξενη γεύση» του κρασιού: Το νόστιμο ποτήρι που έγινε πολύπλοκο!
Το πρόσφατο άρθρο του Paul Tincknell, “The Great Unwelcoming: How the Wine Industry Pushed People Away”, άνοιξε ξανά μια συζήτηση που κυκλοφορεί εδώ και καιρό στον κόσμο του κρασιού. Η παρατήρησή του πως ο κλάδος δημιούργησε άθελά του ένα περιβάλλον που δεν είναι τόσο φιλόξενο όσο νομίζουμε, βρίσκει ολοένα και περισσότερες ενδείξεις γύρω μας. Παρά τη διαρκώς βελτιωμένη ποιότητα των κρασιών, η συνολική εμπειρία έχει γίνει πιο σύνθετη, πιο επιτηδευμένη και τελικά πιο αποθαρρυντική για τον μέσο καταναλωτή.
Ο Tincknell επισημαίνει ότι η εμμονή με το premium αφήγημα και την ιδέα των «ειδικών περιστάσεων» απομάκρυνε το κρασί από την καθημερινότητα. Η τιμολόγηση συχνά ανεβαίνει χωρίς εξηγήσεις, υπερβαίνοντας την αύξηση των πρώτων υλών, οι ετικέτες αποκτούν κύρος που δεν συνδέεται πάντα με πραγματική αλλαγή στο προϊόν και η γενικότερη εικόνα συχνά ενισχύει την αίσθηση ότι το κρασί απαιτεί γνώση προκειμένου να το προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι τυχαίο πως σε αρκετά διαδικτυακά φόρουμ το κοινό δείχνει κουρασμένο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκετά επιφυλακτικό.
Η παρατήρηση αυτή γίνεται πιο εμφανής όταν εξετάζεται η σχέση των νεότερων γενεών με το κρασί. Πολλοί νέοι δεν το αποφεύγουν λόγω γεύσης, αλλά λόγω της αμηχανίας που νιώθουν όταν έρχονται αντιμέτωποι με όρους, στυλ, τεχνικές και «σωστούς» τρόπους παραγγελίας. Αντιθέτως, ο κόσμος των cocktails προσφέρει μια πιο ανοιχτή και λιγότερο κριτική εμπειρία. Η απλή συζήτηση με έναν mixologist, που ρωτά τι προτιμά ο πελάτης και προτείνει κάτι φιλικά, έχει δημιουργήσει μια αίσθηση προσβασιμότητας που το κρασί φαίνεται να δυσκολεύεται να προσφέρει.

Παράλληλα, η υπερβολική έμφαση στο food pairing έχει ενισχύσει την ιδέα ότι το κρασί χρειάζεται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να απολαύσει κανείς ένα ποτήρι. Η εικόνα αυτή, την οποία σχολιάζει ο Tincknell, μετατρέπει την κατανάλωση από απλή στιγμή σε σχεδόν τελετουργικό. Αν όμως το σωστό pairing χρειάζεται ceviche ή ιδιαίτερα επιμελημένα πιάτα, είναι αναμενόμενο πολλοί να επιλέγουν εναλλακτικά ποτά που ταιριάζουν και με μια πιο καθημερινή έξοδο.
Ωστόσο, η κατάσταση δεν δείχνει αμετάβλητη. Η επιστροφή σε μια πιο λιτή, καθαρή και ανθρώπινη επικοινωνία θα μπορούσε να ανανεώσει τον τρόπο με τον οποίο το κοινό προσεγγίζει το κρασί. Ο Tincknell υπογραμμίζει την ανάγκη να ξαναβρεί ο κλάδος την φωνή του, όχι μέσα από περίπλοκες καμπάνιες, αλλά μέσα από ειλικρινή υπενθύμιση του ρόλου του κρασιού στις μικρές, καθημερινές στιγμές. Ένα προϊόν που δεν χρειάζεται να εντυπωσιάζει για να είναι ουσιαστικό, ούτε να επιβάλει τελετουργίες για να σταθεί στο τραπέζι.
Το κρασί είχε πάντα μια θέση στην καθημερινότητα. Η απόσταση που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν οφείλεται στην ποιότητά του, αλλά στον τρόπο που παρουσιάστηκε. Μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση, που σέβεται τις ανάγκες του σύγχρονου καταναλωτή και απομακρύνεται από τη σοβαροφάνεια, μπορεί να ξαναχτίσει τη σχέση αυτή με φυσικό τρόπο. Ίσως λοιπόν η «απομάκρυνση» που περιγράφει ο Tincknell να αποτελέσει την αφετηρία για κάτι πιο υγιές. Ένα μοντέλο όπου το κρασί δεν χρειάζεται να δικαιολογήσει τη θέση του και μπορεί να ξαναζωντανέψει χωρίς περιττή επιτήδευση. Με λίγη περισσότερη απλότητα και πολύ περισσότερο αυθορμητισμό, η εμπειρία του κρασιού μπορεί να γίνει ξανά αυτό που υπήρξε κάποτε: μια ανθρώπινη στιγμή που ενώνει!




