Skip to content

Γιώργος Κεχαγιόγλου: Δυστυχώς η κατάθλιψη είναι η πανδηµία της δικής µας γενιάς!

DATE

SHARE THIS ARTICLE

Τον Γιώργο Κεχαγιόγλου τον γνώρισα μέσω κοινων φίλων και γνωστών μερικούς μήνες πριν. Προκειται για ένα από τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής.Ο Γιώργος παρουσιάζει για πρώτη φορά ζωντανά το πρώτο του άλμπουμ «Εκείνος & Εγώ», στο Πλύφα την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για ένα ελληνόφωνο έργο που συνδυάζει τους παραδοσιακούς folk και alternative ήχους με τη σύγχρονη pop/rock και την έντεχνη μουσική . Το άλμπουμ, που περιλαμβάνει 10 τραγούδια, αναδεικνύει την εσωτερική του διαδρομή, από τα σκοτάδια της μοναξιάς στο φως της συντροφικότητας. Με αφορμή την παρουσίαση του δίσκου, μιλήσαμε με τον Γιώργο Κεχαγιόγλου για την πορεία και την εμπειρία του, σε μια συνέντευξη που αποκαλύπτει τις προσωπικές του ανησυχίες και τη δημιουργική του διαδικασία.

Γεια σου Γιώργο και καλώς ήρθες στο Θέλεις να µας συστηθείς λίγο λέγοντάς µας µε δυο προτάσεις ποιος είναι ο Γιώργος Κεχαγιόγλου;


Γεια σου Αλέξανδρε και σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Ποιος είναι ο Γιώργος Κεχαγιόγλου. Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου είναι µάλλον ένα παιδί που µεγάλωσε σε µια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, τις Σέρρες, όπου είχε ένα όνειρο να γίνει καλλιτέχνης. Έτσι, πήρε την απόφαση και κατέβηκε στην Αθήνα 18 χρονών, µε την πεποίθηση ότι µπορεί και να τα καταφέρει. Σήµερα που µιλάµε, ακόµα δεν τα έχει καταφέρει και δεν ξέρω και αν θα τα καταφέρει και ποτέ. Στο τέλος δενθα έχει και τόση σηµασία. Τούτο το ταξίδι της αναζήτησης µου χάρισε και µου χαρίζει πολλά δώρα και εφόδια για τον δρόµο µου στη ζωή γενικότερα.

Ποια είναι τα πρώτα σου µουσικά ερεθίσµατα; Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να ασχολείσαι µε τη µουσική και τι σε κέρδισε σε αυτήν;


Μια πολύ πυρηνική και πρώιµη παιδική µου ανάµνηση, είναι τα πρωινά µε τη µικρασιάτισα γιαγιά στην κουζίνα να µαγειρεύει και να τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια και καντάδες. Το πρώτο τραγούδι που έµαθα ποτέ να τραγουδάω, ήταν το “σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”. Τα πρωινά της Κυριακής, που η µητέρα µου δεν δούλευε, έπαιζαν από νωρίς το πρωί δίσκοι του Μάνου Χατζιδάκη και της Χάρις Αλεξίου, πράγµα το οποίο ήταν αρκετά ενοχλητικό τότε για µένα, καθώς αναγκαζόµουν να ξυπνάω από πολύ νωρίς το πρωί. Έπειτα στα οικογενειακά τραπέζια, ο θείος Λάµπης, που έχει γράψει και τους στίχους του Ξενιτεµένου στον δίσκο, έπαιζε µε την κιθάρα του Μίκη Θεοδωράκη και Στέλιο Καζαντζίδη που αγαπούσε πολύ, καθώς επίσης και τραγούδια της Λατινικής Αµερικής από τα χρόνια της νιότης του. Λίγο αργότερα, στην ηλικία των πέντε, ξεκίνησαν οι πρώτες µεγάλες συναυλίες µου στον καναπέ του σπιτιού µου, µε το Fisher Price µικροφωνάκι µου και τον δίσκο του Μιχάλη Χατζηγιάννη, “Κρυφό Φιλί”, να παίζει από πίσω. Στο σπίτι υπήρχε ανέκαθεν µια κιθάρα, την οποία χαζογρατζουνούσα από πολύ µικρή ηλικία, χωρίς στην πραγµατικότητα να µπορώ να παίξω απολύτως τίποτα. Στην ηλικία των έντεκα ξεκίνησα µαθήµατα κιθάρας. Περίπου ένα χρόνο µετά έγραψα το πρώτο µου τραγούδι. Λίγα χρόνια αργότερα καταπιάστηκα µε τα ντραµς, ενώ στη συνέχεια άρχισα να παίζω πιάνο. Στα φοιτητικά µου χρόνια και επηρεασµένος από folk ακούσµατα που είχα την εποχή εκείνη, καταπιάστηκα µε τη φυσαρµόνικα. Με τα όργανα τα έπαιρνα γρήγορα και είχα σχετικά γρήγορη εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφερα ποτέ µου να τελειοποιήσω κανένα από αυτά. Είναι κάτι που µε ενοχλεί καµιά φορά ακόµα και σήµερα, αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Τώρα, όσον αφορά το τι µε κέρδισε σε αυτήν, δεν ξέρω. Η µουσική ήταν στη ζωή µου από πάντα, οπότε είναι δύσκολο να βγω έξω από αυτό και να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.

Πόσο σηµαντική είναι για σένα η σύνθεση και η δηµιουργία µουσικής από το µηδέν; Πώς ξεκινάς τη διαδικασία ενός νέου τραγουδιού;


Κάθε µορφή δηµιουργίας, σε οποιαδήποτε µορφή τέχνης, είναι κάτι που µε µαγεύει και µε µάγευε από πάντα. Τρέφω µεγάλο σεβασµό για όλους τους δηµιουργούς απ’ όπου κι αν προέρχονται. Από πολύ µικρή ηλικία πριν ακόµα µάθω µουσική, έφτιαχνα µελωδίες και τις τραγουδούσα µε τη φωνή µου. Τότε δεν καταλάβαινα πως κάπως έτσι ξεκινάει η δηµιουργία ενός τραγουδιού. Για µένα ήταν απλά ένα παιχνίδι που έπαιζα µικρός. Έτσι, όταν µέσω της µουσικής απέκτησα πια και τα εργαλεία της δηµιουργίας, το µέσο που θα µετουσιώσει µια ιδέα µου, έγραψα πολύ σύντοµα και το πρώτο µου τραγούδι. Ξέρεις το τραγούδι προϋπάρχει της οµιλίας. Είναι ένα ένστικτο που υπάρχει βαθιά µέσα µας. Γι’ αυτό και είναι η πιο άµεση και η πιο λαϊκή µορφή τέχνης. Όπως ένα πουλί παράγει µελωδίες χωρίς να ξέρει ότι το κάνει, έτσι κι ένα µικρό παιδί που η φαντασία του οργιάζει και δενέχει προφτάσει ακόµα να δαµάστεί από το τέρας που λέγεται κοινωνία, είναι εν δυνάµει δηµιουργός χωρίς καν να το γνωρίζει. Όλοι µας είµαστε.
Ο τρόπος που εγώ συνήθως δηµιουργώ είναι κάπως συνειρµικός. Συνήθως ξεκινάει από µια λάθος συγχορδία ή µια λάθος νότα, καθώς παίζω στο πιάνο ή στην κιθάρα. Έπειτα, αυτό γεννάει µια µουσική ιδέα η οποία σιγά σιγά αναπτύσσεται. Καθώς σιγοµουρµουρίζω µια µελωδία πάνω από τη µουσική που προκύπτει εκείνη τη στιγµή, αρχίζουν ξεπηδούνε λέξεις, οι οποίες µε έναν τρόπο δια µαγείας, µπαίνουν στη σωστή σειρά και προκύπτει ένα νέο τραγούδι. Είναι βέβαια και φορές που ο στίχος προϋπάρχει της µουσικής, ή και το αντίθετο.

Αν έπρεπε να περιγράψεις τον ήχο σου µε τρεις λέξεις, ποιες θα διάλεγες;


Νοσταλγικός, µελαγχολικός και ενίοτε δυναµικός. Αν ήταν χρώµα θα ήταν σίγουρα κάποιο παλ χρώµα

Υπάρχουν καλλιτέχνες ή συγκροτήµατα που σε επηρέασαν ιδιαίτερα;


Ξεκινώντας από τα εγχώρια, χωρίς αµφιβολία, οι καλλιτέχνες που µε έχουν επηρεάσει περισσότερο είναι ο Παύλος Παυλίδης, οι Αδερφοί Κατσιµίχα, ο Διονύσης Σαββόπουλο, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Λεξ. Όσον αφορά τώρα τα υπόλοιπα, σίγουρα έχω έντονες επιρροές από alternative rock µπάντες των 90s και 00s, όπως Radiohead, Snow Patrol, Coldplay την εποχή των Parachutes, και άλλες µεγάλες µπάντες που µεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Κάτι που δεν φαίνεται καθόλου στον ήχο µου, είναι ότι ήµουν τρελός φαν του Michael Jackson. Έπειτα έχω περάσει και την fοlk περίοδο µου, µε πολύ Bob Dylan, Simon & Grafunkel και Ben Harper. Την περίοδο που βρισκόµουν στο Παρίσι ή λίγο µετά, άκουγα ασταµάτητα έναν jazz δίσκο, “Mare Nostrum” λέγεται, στον οποίο συµµετέχει και ο Γάλλος ακορντεονίστας Ρίχαρντ Γκαλιάνο, του οποίου τον ήχο προσπαθήσαµε να ενσωµατόσουµε στα τραγούδια του Παρισιού όπως τα λέω, στην “Πόλη του Φωτός” και την “Κρυφή Ευχή”. Tέλος επειδή λατρεύω το σινεµά και έχω καταπιαστεί πολύ µε αυτό, δεν γινόταν να λείπουν και πιο κινηµατογραφικά references από τον ήχο του άλµπουµ.

Πάµε τώρα στο «Εκείνος & Εγώ». Συγχαρητήρια για την κυκλοφορία του πρώτου σου δίσκου λοιπόν. Μίλησέ µας λίγο για τη διαδικασία δηµιουργίας του και τα συναισθήµατα που σε ώθησαν να δηµιουργήσεις αυτό το έργο.


Γενικότερα είµαι λίγο ροµαντικός µε αυτά, και µου αρέσουν πολύ οι δίσκοι που λένε µια ιστορία µε αρχή, µέση και τέλος. Δεν ήταν κάτι που το επιδίωξα από την αρχή. Καµιά φορά συµβαίνει από µόνο του. Γράφεις τραγούδια για πράγµατα που σε απασχολούν την εκάστοτε περίοδο και υπάρχει µια στιγµή, που κάπως, µερικά από αυτά αρχίζουν και συνδέονται µεταξύ τους και δηµιουργούν ένα σώµα. Προσωπικά έχω έναν ψυχαναγκασµό µε αυτό. Θέλω να υπάρχει µια νοητή σύνδεση µεταξύ των τραγουδιών, και όλα µαζί να λένε µια ιστορία. Τώρα δεν ξέρω κατα πόσο αυτό είναι διακριτό στον ακροατή, και δεν ξέρω αν έχει και τόση σηµασία τελικά. Πάντως ο συγκεκριµένος δίσκος στο δικό µου κεφάλι έχει µια πολύ ξεκάθαρη αφηγηµατική ροή, µε αρχή, µέση και τέλος. Όσον αφορά τώρα τα συναισθήµατα που γέννησαν αυτά τα τραγούδια, είναι κυρίως συναισθήµατα που πηγάζουν από κάποιες σκοτεινές περιόδους της ζωής µου. Είναι λιγάκι εσωστρεφής ο δίσκος αυτός, µε πολύ προσωπικές αναζητήσεις, κυρίως υπαρξιακές. Στο σηµείο αυτό να πω ένα ευχαριστώ και στον Νίκο Αγγλούπα, τον παραγωγό µου, ο οποίος σε µια αρκετά δύσκολη περίοδο της ζωής µου, πίστεψε από την αρχή στη δουλειά µου και µε βοήθησε να το φέρουµε όλο αυτό εις πέρας. Και να πούµε και ένα ευχαριστώ στην Ελένη την Κεχαγιόγλου, που µου χάρισε τους στίχους για το “Εµένα Ρώτα” και την “Κρυφή Ευχή”, και στον Λάµπη Ευλαµπίδη που έγραψε τους στίχους του “Ξενιτεµένου”. Δυστυχώς, ο δεύτερος δεν είναι πια κοντά µας. Ο θείος Λάµπης έγραψε τους στίχους αυτούς το 1974. Πέρασαν 40 χρόνια για να το πάρω και να το µελοποιήσω, και άλλα δέκα µέχρι να δισκογραφηθεί. Την ηµέρα που θα έπαιζα πρώτη φόρα ζωντανά το τραγούδι του και θα ερχόταν να το ακούσει από κοντά, δυστυχώς µας άφησε. Παράξενη η ζωή, δεν είναι;

Ο τίτλος του δίσκου παραπέµπει σε µια εσωτερική πάλη. Πώς ξεδιπλώνεται αυτή η «συνοµιλία» µεταξύ του εγώ και του υπερεγώ µέσα από τα τραγούδια του άλµπουµ;


Όντως υπάρχει αυτός ο εσωτερικός διάλογος. Υπάρχει στην ουσία µια απεύθυνση στον ίδιο µου τον εαυτό στα περισσότερα τραγούδια. Όπως είπα και πριν είναι λιγάκι εσωστρεφής ο δίσκος αυτός. Στην πραγµατικότητα, πρόκειται για το ταξίδι ενός ανθρώπου από τα σκοτάδια της µοναξιάς και της θλίψης, στο φως των ανθρώπων και της συντροφικότητας. Μέσα στις δυσµενείς κοινωνικές συνθήκες του σήµερα, µαχόµενος καθηµερινά µε τον ίδιο του τον εαυτό ψάχνει να βρει τη θέση του στην κοινωνία κι έναν τρόπο να υπάρξει µέσα σε αυτή. Άλλοτε παλεύοντας µε τη µοναξιά, άλλοτε παλεύοντας µε τις κρίσεις πανικού, άλλοτε παλεύοντας µε τις καταχρήσεις και την κατάθλιψη, και άλλοτε παλεύοντας µε αυτό που του επιτάσσει η ίδια η κοινωνία να είναι. Είναι αρκετά βιωµατικά τα κοµµάτια του δίσκου. Είναι βιώµατα δικά µου, αλλά και βιώµατα φίλων και γνωστών µου.

Η µοναξιά, η κατάθλιψη και η συντροφικότητα φαίνεται να είναι βασικά θέµατα του άλµπουµ. Ποιες κοινωνικές συνθήκες σε επηρέασαν στην αναφορά αυτών των θεµάτων και πώς πιστεύεις ότι αντανακλούν στη σύγχρονη πραγµατικότητα;


Πρώτα απ’ όλα η αναφορά σε αυτά τα θέµατα δεν ήταν καθόλου συνειδητή. Δεν ξεκίνησα και είπα θα φτιάξω έναν δίσκο για τη µοναξιά και την κατάθλιψη. Όταν έγραφα κάποια από αυτά τα κοµµάτια, δεν είχα συνειδητοποιήσει καν ότι µπορεί να περνάω κάποια κατάθλιψη ή κάποια αγχώδη διαταραχή. Πάθαινα κρίσεις πανικού και δεν ήξερα τι µου συµβαίνει. Πέρασαν πολλά χρόνια για να το πάρω απόφαση και να ζητήσω τελικά βοήθεια. Και κάτι που θα ήθελα να τονίσω, είναι πως δεν έχω καµία πρόθεση µιλώντας γι’ αυτά να ωραιοποιήσω καταστάσεις όπως οι κρίσεις πανικού και η κατάθλιψη. Θέλω αυτό να γίνει ξεκάθαρο, γιατί υπάρχει και αυτή η τάση να παρουσιάζονται αυτά τα πράγµατα λίγο στερεοτυπικά και κάπως γοητευτικά. Όπως οι καταραµένοι καλλιτέχνες που λέµε. Αυτά είναι βλακείες. Αυτές οι καταστάσεις δεν έχουν τίποτα το γοητευτικό, τίποτα το παραγωγικό και τίποτα το δηµιουργικό. Είναι σηµαντικό να ζητάµε βοήθεια και να βρίσκουµε τη δύναµη να πάµε κόντρα σε αυτό. Δυστυχώς η κατάθλιψη είναι η πανδηµία της δικής µας γενιάς. Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κύκλο µου που να µην έχει αναµετρηθεί µια φορά στη ζωή του µε την κατάθλιψη ή µε κρίσεις πανικού ή µε γενικευµένες αγχώδεις διαταραχές. “Ζήσαµε πόλεµο χωρίς βοµβαρδισµένα τοπία”, που λέει και το τραγούδι. Όλο αυτό που συνέβη την περίοδο της κρίσης, η δική µας η γενιά το βίωσε πολύέντονα. Όντας έφηβος σε µια περίοδο που όλα γύρω σου γκρεµίζονται και χάνονται, διαµορφώνεσαι µε υλικά σου το φόβο και την αµφιβολία. Και κάπως έτσι δηµιουργείται ολόκληρη συλλογική συνείδηση. Μια συλλογική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από µηδενιστικές απόψεις και χαµένες ελπίδες. Δεν είναι τυχαία η ραγδαία αύξηση των ψυχικών νόσων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Όλοι έχουµε την αίσθηση ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ τίποτα. Δουλεύεις, προσπαθείς και εξελίσσεσαι, αλλά παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν έχει σηµασία. Ότι και να κάνεις, όσο καλός και να είσαι, όσο καλό και να είναι το βιογραφικό σου, υπάρχει η αίσθηση ότι δεν πρόκειται να εκτιµηθεί ποτέ τίποτα από αυτά. Πάλι στις 20 του µήνα θα ζητάς δανεικά από γνωστούς και φίλους για να επιβιώσεις. Και αυτοί αν έχουν να σου δώσουν. Και αυτό που λέω δεν έχει να κάνε µόνο µε την Ελλάδα. Είναι µια κατάσταση γενικευµένη. Αλλού συµβαίνει περισσότερο αλλούλιγότερο. Και εκεί έρχεται και η µοναξιά. Οι άνθρωποι είναι κουρασµένοι πια. Κλείνονται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό τους. Σ’ αυτό έχουν παίξει πολύ σηµαντικό ρόλο και τα social media.

Το τραγούδι «Πόλη του Φωτός» φαίνεται να µιλάει για τη µοναξιά αλλά και την αναζήτηση του φωτός. Τι σηµαίνει για σένα η «πόλη του φωτός»;


Έγραψα το τραγούδι αυτό όταν ζούσα στο Παρίσι. Ήταν απ’ τις πιο όµορφες περιόδους της ζωής µου. Δυσκολεύτηκα πολύ όταν επέστρεψα. Ένα κοµµάτι µου βρίσκεται ακόµα σε εκείνη την πόλη. Εκεί συνάντησα τον εαυτό µου, βγήκα από τη ζώνη ασφαλείας µου, εκεί γνώρισα τον έρωτα, εκεί διαµορφώθηκε η αισθητική µου. Τα ερεθίσµατα ήταν ατελείωτα. Τόσο πνευµατικά όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, πραγµατικούς συνοµιλιτές, µε κάποιους από τους οποίους σήµερα διατηρούµε αδερφική σχέση και πάντα θα µας ενώνει η κοινή µας εµπειρία και το κοινό µας βίωµα. Την περίοδο εκείνη λοιπόν, όλα ήταν καινούρια για µένα και ήθελα να ρουφήξω κάθε στιγµή και κάθε λεπτό που βρισκόµουν εκεί πέρα. Έτσι αναρωτιόµουν συχνά, πώς αξίζει τελικά να ζούµε για να αξιοποιήσουµε πλήρως το δώρο της ζωής που µας δόθηκε. Τελικά την απάντηση τη δίνω στον τελευταίο στίχο του άλµπουµ, στο τραγούδι “Θέλω να ζήσω”.

Το κοµµάτι συνοδεύεται από ένα video clip. Ποιες ήταν οι σκέψεις πίσω από αυτό και πώς συνεργάστηκες µε τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Σταµατιάδη για να δηµιουργήσετε την εικόνα του τραγουδιού;


Τον Αλέξανδρο τον προσέγγισα εγώ. Μου άρεσε πάρα πολύ η εικόνα και η αισθητική του και καταλάβαινα από αυτό που έβλεπα, ότι ο τύπος αυτός θέλει να κάνει σινεµά. Και αφότου γνωριστήκαµε, αυτή ήταν και η κοινή µας αγάπη που µας έφερε τελικά και πιο κοντά. Τώρα µάλιστα, ετοιµάζει και την πρώτη του µιρκού µήκους ταινία. Στη δική µας “ταινιούλα” είχαµε τη χαρά να συνεργαστούµε µε έναν εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας, έναν από τους καλύτερους της δικής του γενιάς, τον Τάσο Χατζη. Εξ αρχής, αυτό που είπα στα παιδιά ήταν ότι θέλω να ενώσουµε τις τέχνες µας. Τους έδειξα τυφλή εµπιστοσύνη και σεβάστηκα πλήρως το δικό τους κοµµάτι. Δουλέψαµε µε τροµερή ελευθερία και ήθελα εξ αρχής ο καθένας να βάλει το δικό του κοµµάτι µέσα σε αυτό. Ευτυχώς είµαι πολύ τυχερός γι’ αυτή τη συνεργασία µε τον Άλεξ και τον Τάσο, καθώς οι αισθητικές µας συναντήθηκαν µε τρόπο µοναδικό και κατάφεραν να κατανοήσουν πλήρως τον κόσµο µου και να τον αποτυπώσουν όσο καλύτερα γινόταν. Τα υλικά αυτού του βίντεο, ήταν µια κάµερα 16mm, λίγη νοσταλγικότητα και η γλυκιά µελαγχολία των άδειων µεγαλουπόλεων τη νύχτα. Τα παιδιά περιπλανιόντουσαν για πολύ καιρό στη βραδινή Αθήνα, προκειµένου να φωτίσουν τους αφανείς ήρωες και τις άδειες φωτισµένες λεοφώρους της πόλης αυτής. Θεωρώ ότι τελικά τα καταφέραµε και πετύχαµε αυτή την πιο κινηµατογραφική προσέγγιση που θέλαµε εξ αρχής. Ελπίζω να αρέσει και σε εσάς.

Η παρουσίαση του δίσκου θα γίνει στο Πλύφα στην Αθήνα στις 13 Δεκεµβρίου. Τι µπορεί να περιµένει το κοινό από αυτή τη συναυλία και πώς νιώθεις για αυτή την πρώτη παρουσίαση του δίσκου σου ζωντανά;

Ο δίσκος κυκλοφόρησε πριν περίπου έξι µήνες, οπότε είναι κάτι που το περιµένω καιρό. Πιστεύω θα είναι ωραία. Θα µαζευτούµε καλοί φίλοι και άνθρωποι αγαπηµένοι, θα συναντηθούµε στη σκηνή και κάτω από αυτή και γενικότερα θα υπάρχει ένα οικογενειακό κλίµα. Ο Κωστής, η Ερωφίλη και η Χριστίνα Σαµαρά, τρεις νέοι τραγουδοποιοί της δικής µας γενιάς, θα µε συναντήσουν επί σκηνής, ενώ θα γίνει και η προβολή του βίντεο που φτιάξαµε µε τον Αλέξανδρο Σταµατιάδη.

Ποια είναι τα επόµενα σχέδια σου µετά την κυκλοφορία του δίσκου και την παρουσίαση στο Πλυφα; Έχεις κάποια συγκεκριµένα µουσικά ή προσωπικά βήµατα που θέλεις να ακολουθήσεις στο µέλλον;

Ήδη υπάρχουν κλεισµένα κάποια πράγµατα όµορφα που έρχονται, τα οποία θα ανακοινωθούν από τον επόµενο µήνα. Είµαι σε µια παραγωγική και δηµιουργική περίοδο, οπού ετοιµάζω σιγά σιγά και τον επόµενο δίσκο. Κάτι άλλο που µε απασχολεί δηµιουργικά τελευταία, είναι η προσπάθεια να µαζευτούµε σιγά σιγά νέοι τραγουδοποιοί και καλλιτέχνες της γενιάς µου και να δηµιουργήσουµε µια µουσική κοινότητα. Αυτό βρίσκεται σε πολύ πρωτόλειο στάδιο, αλλά θέλω να πιστεύω πως είµαστε σε καλό δρόµο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την όµορφη κουβέντα που είχαµε. Εις στο επανιδείν.


AUTHOR

Αλέξανδρος Τσώνης

Εάν ήταν τραγούδι θα ήταν το «Αλλιώτικο Παιδί» της Μαρίζας Ρίζου. Ένας space cowboy που ζει στο Άμστερνταμ, αγαπά το Star Wars, την country μουσική και τις queer τέχνες.

Loading...
Χριστουγεννιάτικα γλυκά (part 1) : Τα καλύτερα μελομακάρονα της πόλης!
Beater Essentials #177: Τα τραγούδια της εβδομάδας!