Album Review: Röyksopp – The Inevitable End
Ήρθε. Είναι ο πέμπτος. Είναι και ο τελευταίος. Τουλάχιστον, με τα συμβατικά δεδομένα. Μιλάμε, φυσικά, για τον πιο πρόσφατο δίσκο των Röyksopp, που όπως ίσως προμηνύει και ο τίτλος αυτού, είναι η τελευταία τους δισκογραφική δουλειά. Το αναπόφευκτο τέλος, λοιπόν, “The Inevitable End”, σε μία καθ’ όλα υποκειμενική προσπάθεια “ξεκοκαλίσματος”.
Αλλά πρώτα θα αποπειραθώ να κάνω μία αναδρομή στους Röyksopp, για να καταλάβει κάποιος για τι φαινόμενο μιλάμε. Από πού “κρατάει”, μουσικά τουλάχιστον, η σκούφια τους, αν ο δίσκος ήταν αναμενόμενος ή τελικά αναπόφευκτος. Εδραιώνονται στο χώρο της Electronica, με το ντεμπούτο τους album “Melody AM”, το 2001. Το μουσικό τους εύρος ανοίγει με το πέρασμα του χρόνου, καθώς εντάσσουν στη μουσική τους στοιχεία, από ολοένα και περισσότερους μουσικούς “χώρους”. Ακολουθούν οι κυκλοφορίες του πειραματικού “The Understanding”, το 2005, με μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, ένα album εννέα συνολικά live ηχογραφήσεων το 2006, με τίτλο “Röyksopp’s Night Out”, ενώ το 2009, κυκλοφορεί το 3ο studio album των Νορβηγών, το ιδιαίτερα Pop και εξωστρεφές “Junior”, για να ακολουθήσει σύντομα μετά από αυτό, το πιο ώριμο και εσωστρεφές “Senior”. Φτάνουμε στο τώρα, στο 2014, όπου μετά από 4 χρόνια, μέσα σε μία ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο για τους Röyksopp, και μετά την κυκλοφορία του mini album “Do It Again”, το Μάιο του 2014, οι Νορβηγοί μάγοι κυκλοφόρησαν, στις 11 Νοεμβρίου, την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά, “The Inevitable End”.
“Skulls”, το 1o κομμάτι στο δίσκο. Ο ήχος των Röyksopp, που ξέρουμε και αγαπάμε. Ηλεκτρονικά, πειραγμένα vocals, έντονες μπασογραμμές και φιλτραρισμένα synths, σε ένα κομμάτι που κρύβει μία πρόσκληση και μια προειδοποίηση ταυτόχρονα. Το video μόλις κυκλοφόρησε. Δεύτερη στη σειρά, έρχεται η νέα συνεργασία των Νορβηγών μάγων, με την (δική τους και δική μας) πολυαγαπημένη Robyn. “Monument”, ο τίτλος αυτού και μάλιστα σε διαφορετικό mix, από αυτό που φιλοξενήθηκε στον αμέσως προηγούμενο δίσκο (mini album), που ουσιαστικά επρόκειτο για την πιο πρόσφατη δισκογραφική συνεργασία των Röyksopp με την Σκανδιναβή vocalist. “This will be my monument; this will be a beacon when I’m gone. So that when the moment comes, I can say I did it all with love”, ακούστηκε, για πρώτη φορά, το Μάιο του 2014 και ίσως τότε να μην είχαν καταλάβει πολλοί το τέλος που προμήνυε.
Ο δίσκος συνεχίζει, με ένα από τα πρώτα singles, “Sordid Affair”, με τα φωνητικά να αποδίδονται στον Man without Country. Πρόκειται για το 1o κομμάτι του δίσκου, που αγγίζει ένα θέμα, που είναι ιδιαίτερα έντονο στο τελευταίο αυτό album των Röyksopp, το θέμα της απώλειας. Οι ίδιοι το περιγράφουν ως “μια ανάμνηση των συναισθηματικών πτυχών προσπαθειών ‘οικτρών υποθέσεων’, όπως περιγράφεται και στον τίτλο του κομματιού εξάλλου. Οι δυσκολίες του να αφήσει κάποιος συναισθηματικούς δεσμούς, ακόμα και από σχέσεις αμφισβητήσιμης φύσης”. Χαρακτηριστικά πιο μελωδικό, με μία ιδιαίτερα dreamy διάθεση, αναπολεί παλιούς καιρούς, παλιές εμπειρίες, τι είχαμε, τι χάσαμε… “To be with you, to be the one; to live a lie; it really got me all excited. I felt wanted”.
Οι συνεργασίες που καταγράφονται στο δίσκο πολλές, και μετά από αυτή της Robyn, που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει τις τελευταίες δουλειές των Röyksopp, όπως την αμέσως νωρίτερη κυκλοφορία του mini album, με τίτλο “Do It Again”, η σημαντικότερη στο σύγχρονο δίσκο, είναι αυτή με τον Jamie McDermott (The Irrepressibles). Η συμμετοχή σε πέντε κομμάτια του album σε αφήνει με την αίσθηση ότι γράφτηκαν για τη δική του φωνή (και μορφή) μόνο! “I don’t remember anymore what I used to be” (‘I Had This Thing’), σε πιο γνωστά μουσικά μονοπάτια, για τα δεδομένα των Röyksopp, ενώ ένα ακόμα κομμάτι που μεταφέρει τη συναισθηματική ιδιαιτερότητα των Νορβηγών σε αυτή τη φάση, είναι το ‘Compulsion’. Το “Here She Comes Again” είναι ένα ακόμα από αυτά, περιγράφοντας εκείνο το μοιραίο, προβληματισμένο θηλυκό, που μάλλον έχει κάνει τη ζημιά…
Επόμενη συνεργασία στο δίσκο, αυτή με τη Susanne Sundfør. Συνεργάζεται σε δύο κομμάτια στο δίσκο. “Save Me” και “Running to the Sea” οι τίτλοι αυτών. Δεν είναι περίεργο ότι και τα δύο αυτά κομμάτια αντικατοπτρίζουν τις όποιες συναισθηματικές δυσκολίες αποφάσισαν οι Röyksopp να αποτυπώσουν σε αυτή τη δουλειά. Οι ίδιοι, μάλιστα, αναφέρθηκαν στο “Running to the Sea”, ως ένα από τα δύο κομμάτια του δίσκου, τα οποία αναφέρονται στις εκφράσεις του καταναγκασμού και την ισχυρή, συχνά ανεξέλεγκτη, επίμονη έλξη του. Η εξάρτηση, εξάλλου, είναι ένα θέμα που επιστρέφει στη μουσική των Νορβηγών μάγων.
Το ”Rong” ενσαρκώνει, μάλλον, αυτό που θα ήθελαν οι ίδιοι οι Röyksopp να ξεστομίσουν αλλά αντί αυτού, βάζουν τη Robyn να το πει. “WTF is ‘rong’ with you” σε επαναλαμβανόμενη λούπα, για 2,5 περίπου λεπτά. Τι να έχουν τραβήξει τα παλικάρια άραγε…;
“Coup De Grace”, δε θα το κρύψω. Μου θύμισε λίγο soundtrack από σήριαλ της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και αυτό δεν το κάνει απαραίτητα κακό, απλά ξένο σε σχέση με αυτό που έχω στα αυτιά μου, όταν σκέφτομαι τους Röyksopp. Και αυτό, επαναλαμβάνω, δεν είναι απαραίτητα κακό. Η μουσική, εξάλλου, είναι εξέλιξη, είναι αλλαγή. Είναι έκφραση συναισθήματος και ωριμότητα.
Το “Thank You” είναι το κομμάτι που μου έκανε τη λιγότερη εντύπωση. Σαφώς. Πρόκειται για ένα ευχαριστήριο, που κλείνει και το επίσημο tracklist του δίσκου. Σχολιάζοντας, όμως, άκρως υποκειμενικά, είναι ίσως το λιγότερο “ισχυρό” άκουσμα του δίσκου αυτού.
Το “The Inevitable End” κλείνει με μία σειρά από 5 bonus tracks, εκ των οποίων το ένα είναι και το πλέον αγαπημένο μου από αυτήν τη δισκογραφική δουλειά. Το 1ο από τα 5 είναι το “Do it Again”, που τιτλοδότησε και την πρόσφατη δισκογραφική συνεργασία των Röyksopp με τη Robyn και όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν και οι ίδιοι, δεν έχει το άκουσμα των Röyksopp που φιλοξενούν στα φωνητικά τη Robyn, ούτε καν το άκουσμα της Robyn σε παραγωγή των Röyksopp. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό, όπου η λέξη “συνεργασία” (και αλληλεπίδραση θα προσθέσω εγώ) είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Στο δίσκο αυτό μιξάρεται, εκ νέου, και αποδίδεται σε RYXP Version.
“Goodnite Mr. Sweetheart”, “Caramel Afternoon”, “Oh No” – Όταν τα φωνητικά είναι πλέον περιττά, όταν η μουσική και μόνο αρκεί για να μεταφέρει 3 τελείως διαφορετικές διαθέσεις, τόσο διαφορετικές, όσο και τα τρία αυτά tracks μεταξύ τους. Κορυφαίο των τριών, στα δικά μου αυτιά πάντα, το “Oh No”, για να έρθει ο δίσκος και να κλείσει μαγικά, με τα φωνητικά του Jamie McDermott και το “Something In My Heart”. Πρόκειται για το 2o κομμάτι, που κλείνει την ενότητα “καταναγκασμός – εξάρτηση”, μαζί με το “Running To the Sea”.
“Something in my heart makes me miss you more”, τραγουδά ο Jamie και αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται φυσικά για το μουσικό τέλος των Röyksopp. Ούτε κατά διάνοια. Ίσως το τέλος για τους Röyksopp, όπως τους ξέραμε μέχρι σήμερα. Σίγουρα τέλος για το συμβατικό “δισκογραφικό” παρόν, όπως εξάλλου ανακοίνωσαν και οι ίδιοι. Δε σταματούν να γράφουν μουσική, αλλά αυτή είναι η τελευταία ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά τους. Και με αυτήν την άκρως προσωπική και συναισθηματική κατάθεση, με αυτή τη νέα μουσική προσέγγιση, πειραματίζονται εκ νέου – τους πάει, μου άρεσαν πολύ – και σίγουρα αποχαιρετούν καταστάσεις και βιώματα, που τους οδήγησαν στο δίσκο αυτό. Εξάλλου, ένα τέλος είναι πάντα μία νέα αρχή. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι τα 5 bonus tracks φέρουν την ένδειξη “Prologue”, εντός παρενθέσεως, στον τίτλο κάθε track…
Εγώ μένω γεμάτη από αυτή τη δουλειά, με κομμάτια που ανήκουν πλέον στα αγαπημένα και διαχρονικά, από αυτά που επανέρχονται στη μνήμη μου, κι εκεί, μία άκυρη στιγμή, τα βάζεις στο repeat γιατί πολύ απλά, τίποτα άλλο δεν ταιριάζει και τίποτα άλλο δεν έχει νόημα.