«Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή», το ποίημα της Παρασκευής.
Tην πρώτη φορά που την είδα ότι υπήρχε στο μυαλό μου, ηρέμησα.
Όλα τα τικ, όλες οι συνεχόμενες αναζωογονητικές εικόνες, απλά εξαφανίστηκαν.
Όταν έχεις ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, δεν έχεις πραγματικά ήρεμες στιγμές.
Ακόμα και στο κρεβάτι σκέφτομαι:
-κλείδωσα την πόρτα; Nαι,
-έπλυνα τα χέρια μου; Nαι,
-κλείδωσα την πόρτα; Nαι,
-έπλυνα τα χέρια μου; Nαι.
Αλλά όταν την είδα, το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ, ήταν τη καμπύλη στα χείλη της ή τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της,
τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της,
τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της.
Ήξερα ότι έπρεπε να της μιλήσω.
Της ζήτησα να βγούμε έξι φορές, μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα.
Είπε ναι μετά την τρίτη φορά, αλλά καμία φορά δεν έμοιαζε σωστή.
Έτσι, έπρεπε να συνεχίσω.
Στο πρώτο μας ραντεβού, ξόδεψα περισσότερο χρόνο οργανώνοντας το γεύμα ανά χρώμα, παρά τρώγοντας ή μιλώντας σε αυτήν, αλλά το λάτρεψε.
Λάτρευε ότι την φιλούσα κάθε πρωί για να την αποχαιρετήσω δεκαέξι φορές ή εικοσιτέσσερις φορές αν ήταν Τετάρτη.
Λάτρευε που μου έπαιρνε ώρα να γυρίσω σπίτι επειδή υπάρχουν πολλές ρωγμές στο πεζοδρόμιο.
Όταν συγκατοικήσαμε, είπε ότι ένιωθε ασφαλής, ότι κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να μας ληστέψει επειδή είχα οπωσδήποτε κλειδώσει τη πόρτα δεκαοχτώ φορές.
Παρακολουθούσα πάντα το στόμα της όταν μιλούσε,
όταν μιλούσε,
όταν μιλούσε,
όταν μιλούσε,
έτσι, όταν μου είπε ότι με αγαπάει, το στόμα της είχε καμπύλη στα άκρα.
Τη νύχτα ξάπλωνε στο κρεβάτι και με παρακολουθούσε που άναβα και έσβηνα τα φώτα,
άναβα, έσβηνα τα φώτα,
άναβα, έσβηνα τα φώτα,
άναβα, έσβηνα τα φώτα.
Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν ότι οι μέρες και οι νύχτες απλά περνούσαν πολύ γρήγορα από μπροστά της.
Κάποια πρωινά που ήθελα να την φιλήσω για να την αποχαιρετήσω, αυτή απλά έφευγε, επειδή την έκανα να αργεί στη δουλειά.
Όταν σταμάτησα στη ρωγμή στο πεζοδρόμιο, αυτή απλά συνέχισε να περπατάει.
Όταν είπε ότι με αγαπάει, το στόμα της ήταν μια ευθεία γραμμή.
Μου είπε ότι παίρνω πολύ από τον χρόνο της.
Την προηγούμενη εβδομάδα άρχισε να κοιμάται στο σπίτι της μητέρας της.
Μου είπε ότι δεν έπρεπε να με αφήσει να δεθώ τόσο μαζί της, ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος, αλλά πώς μπορεί να είναι λάθος, όταν δεν πρέπει να πλύνω τα χέρια μου μετά, που την ακουμπάω;
H αγάπη δεν είναι λάθος.
Με σκοτώνει που μπορεί να φεύγει μακρυά από αυτό και εγώ δεν μπορώ.
Δεν μπορώ να βγω και να βρω κάποια καινούρια επειδή πάντα τη σκέφτομαι.
Συχνά, όταν έχω εμμονή σε κάποια πράγματα, βλέπω τα μικρόβια που εισέρχονται στο δέρμα μου, βλέπω τον εαυτό μου να συνθλίβεται από μια ατελείωτη διαδοχή των αυτοκινήτων.
Ήταν το πρώτο όμορφο πράγμα που έχω κολλήσει ποτέ.
Θέλω να ξυπνάω κάθε πρωί και να σκέφτομαι τον τρόπο με τον οποίο κρατάει το τιμόνι της.
Πώς γυρνάει τα κουμπιά του ντους, σαν να ανοίγει θησαυροφυλάκιο.
Πως σβήνει τα κεριά,
πως σβήνει τα κεριά,
πως σβήνει τα κεριά,
πως σβήνει τα κεριά,
πως σβήνει…
Τώρα απλά σκέφτομαι ποιος άλλος τη φιλάει.
Δε μπορώ να αναπνεύσω, επειδή αυτός τη φιλάει μόνο μια φορά.
Δε τον νοιάζει να είναι τέλειο.
Την θέλω πίσω τόσο πολύ.
Αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη!
Αφήνω τα φώτα αναμμένα!
Του Neil Hilborn.