«Ο τελευταίος πνιγμός», το ποίημα της Παρασκευής.
Υπάρχει πάντα μία τυχαία απόφαση που καταλήγει
στην πιο καθοριστική στιγμή. Καθοριστική λέω εκείνη
που περιλαμβάνει τη διάβαση του Ρουβίκωνα – έχουν
κάποτε και τα μικρά ποτάμια μεγάλα βάθη και σε πνίγουν.
Κι όσοι μένουν πίσω, να στραγγίζουν τα πνευμόνια του πνιγμένου,
δε θα πάρουν ποτέ απαντήσεις, ακόμη και
για το πιο απλό ερώτημα· αν πρόλαβε, λόγου χάρη, να
διαβάσει τους τίτλους τέλους ή να διορθώσει τη διανομή.
Απορίες της θνητής ανοησίας. Την ώρα, μάλιστα, που
κάποιος χρειάζεται να στεγνώσει τα ρούχα του πνιγμένου,
να βρει γερό σχοινί, χώρο για να το δέσει, μέρα με ήλιο
να τ’ απλώσει. Κάποιοι, ωστόσο, κάθονται, τους έχω δει,
δίπλα απ’ την μπουγάδα και περιμένουν. Βρίσκουν ένα
άβολο κούτσουρο και στέκονται εκεί να προσέχουν μην
τύχει και περάσουν κάνα σύννεφο, μια γάτα, λόγια του αέρα.
Κι ο πνιγμένος πνίγεται κάθε μέρα και πιο μυθικά, σαν τον
Αιγέα. Κι όλοι λένε πως ήταν η ώρα του να πνιγεί, ούτως ή
άλλως θα πνιγόταν, δηλαδή έστω κι αν τα πανιά ήταν λευκά
σαν γέλιο.
Σύντομο βιογραφικό
Η Ευθυμία Γιώσα γεννήθηκε τον Μάιο του 1991 στα Ιωάννινα. Σπούδασε Βιολογία και Βιοπληροφορική. Το πρώτο της βιβλίο, «Σώματα πτερόεντα», κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Σοκόλη. Από τις Εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή «Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ» (2020).