Τι θα διαβάσεις αυτό το καλοκαίρι; Οι συντάκτες προτείνουν! – Μέρος 2ο
ΚΑΙΡΟΣ
ΤΖΕΝΙ ΟΦΙΛ, μτφρ. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, εκδ. ΣΤΕΡΕΩΜΑ
Ξεκινώ με το Καιρός της Αμερικανίδας Τζένι Όφιλ που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Σχινά, έχοντας στο μεταξύ λάβει διθυραμβικές κριτικές. Η Όφιλ πλάθει προσεκτικά την ιστορία και τη δομή της ώστε εναλλακτικά σύμπαντα και αφηγήσεις να εγκιβωτίζονται στην κύρια αφήγηση του βιβλίου. Στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής εκπομπής με τίτλο «Ο κόσμος να χαλάσει», η Λίζι Μπένσον έρχεται αντιμέτωπη με αντικρουόμενες απόψεις – Τραμπ, κλιματική αλλαγή, «καιρός», παρακμή, καταστροφολογία, εξάρτηση. Είναι σε αυτά τα σημεία αλλά και στο σύνολο του μυθιστορήματος που οι αναγνώστες μπορούν να εντοπίσουν μια προσεκτικά επιλεγμένη θεωρητική σκευή που καθόλου όμως δεν απομακρύνει την αναγνωστική εμπειρία από την αμεσότητα που επιβεβαιώνουν οι ημερολογιακού χαρακτήρα παρατηρήσεις της Όφιλ. Είναι μάλλον η ανησυχία και το χιούμορ μαζί που –ωμό ή μη– μας φέρνει εν τέλει πιο κοντά στη συνειδητοποίηση. Αρκεί όμως αυτό; υπονοεί και η ίδια η Λίζι επιστρέφοντας στην έννοια του «καιρού» που καθορίζει την ακινησία ή την κινητοποίησή μας στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού.
ΑΝΗΣΥΧΙΑ
ΛΙΖ ΟΥΛΜΑΝ, μτφρ. ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ανησυχία, τιτλοφορείται, όμως, και το πρόσφατα μεταφρασμένο βιβλίο της Λιν Ούλμαν, κόρης του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν. Ένα βιβλίο εξομολόγησης και συμφιλίωσης με έναν πατέρα-μύθο του σινεμά. Καθώς το διαβάζει κανείς, μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί τι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τι αποτελεί μύθο, προσαρμογή, μυθοπλασία, σε ποιο βαθμό είναι τελικά autofiction. Η ίδια η γραφή του βιβλίου πάντως, μαρτυρά επιρροές καλής λογοτεχνίας και σίγουρα όχι κιτρινισμού. «Δεν βλέπει πια ταινίες κάθε μέρα», γράφει η Ούλμαν, και άλλοτε «βάζει το Winterriese του Σούμπερτ. Ακούμε το τελευταίο από τα είκοσι τέσσερα τραγούδια. Μετά απλώνει πάλι το χέρι του από το αμαξίδιο, σηκώνει τη βελόνα και στο δωμάτιο πέφτει σιωπή.»
ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΛΟΥΙΖ ΓΚΛΙΚ, μτφρ. ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ, εκδ. ΣΤΕΡΕΩΜΑ
Μια σιωπή που θυμίζει «Μεσάνυχτα»:
Σιωπή είχε μπει μέσα μου.
Ήταν όπως η νύχτα, κι οι αναμνήσεις μου — ήταν όπως τα αστέρια […]
Στην ομιλία της κατά την Τελετή Απονομής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020, η Λουίζ Γκλικ βουτά για λίγο στην παιδική της ηλικία και μας αποκαλύπτει πως αναζητούσε, ως εκλεκτή ακροατήρια, το σημαντικότερο ποίημα στον κόσμο: Γουίλλιαμ Μπλαίηκ και Στήβεν Φόστερ (αργότερα Σαίξπηρ, Έλιοτ, Ντίκινσον) ξεχώριζαν ως πρόσωπα στην κορυφή του δικού της βουνού – και ο Μπλαίηκ κατάφερε να γίνει η προσωποποίηση αυτού. Η προσωποποίηση του ουσιαστικού αλλά και του μυστικού ή ιδιωτικού: του νοήματος εκείνου που νιώθουμε πως απευθύνεται σε εμάς και μόνο. Η Γκλικ γράφει ποίηση που προϋποθέτει αποδέκτες, απαιτεί την ενεργό παρουσία μας. Και είναι ζήτημα χρόνου, καταλήγει η ίδια, αφού οι αναγνώστες της ιδιωτικής της ποιητικής φωνής έρχονται «παροδικά, διαδοχικά, όσο περνά ο καιρός, στο μέλλον». Η δίγλωσση αυτή έκδοση (Αγγλικά-Ελληνικά), σε συγκινητική μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού και της Δήμητρας Κωτούλα ίσως φιλοδοξεί να κάνει ακριβώς αυτό: να αναγνωρίσει την ιδιωτική φωνή της ποίησης στη μεταφραστική της απόδοση.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΣΧΑΣ
ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ, μτφρ. ΕΜΗ ΒΑΪΚΟΥΣΗ, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η Γκλικ μας κάνει σίγουρα να σκεφτούμε τις διαθέσεις, τα συναισθήματα, πολλές φορές τα όνειρα αλλά και τις συνθήκες της ζωής. Μοιάζει ώρες ώρες αυτή η αναπόληση με ημερολόγιο – «το κατ’ εξοχήν καταφύγιο του θραύσματος», όπως έχει πει η Κατερίνα Σχινά. Και που αλλού να αναζητήσουμε μια τέτοια γραφή, γεμάτη εντυπώσεις, μετακίνηση και (ανεκπλήρωτο;) έρωτα, αν όχι σε ένα Μοσχοβίτικο Ημερολόγιο. Η μετάφραση του έργου αυτού από την Έμη Βαϊκούση αποτελεί πράγματι σημαντικό «αρχείο» της εποχής, των συνθηκών αλλά και της ίδιας της ζωής του Βάλτερ Μπένγιαμιν μεταξύ 1926 και 1927. Μαζί με το έκδηλο πάθος του για την Άσια Λάτσις –για εκείνη, θα λέγαμε, οργανώνει άλλωστε το ταξίδι στη Μόσχα– ο Μπένγιαμιν κατορθώνει να συνταιριάξει με ακρίβεια την παρατήρηση με τη φαντασία, τις εντυπώσεις με τη θεωρία – εκείνη τη θεωρία που, όπως μας αποκαλύπτει ο Γκέρσομ Σόλεμ στον πρόλογο του βιβλίου και μέσω ενός γράμματος προς τον Μάρτιν Μπούμπερ, «…δεν έχει θέση», αφού «το πραγματικό θα μιλήσει μόνο του».
Ίσως να μπορούσαμε να σκεφτούμε μερικές από τις δικές μας μέρες διαφορετικά:
Κάνει ζέστη, όμως ο ήλιος δεν σε τυφλώνει, κοιτάζω πιο άνετα γύρω μου στον δρόμο κι έτσι βλέπω καθεμιά μέρα σαν δώρο διπλό και τριπλό.
ΜΠΑΡΟΚ
ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Εκτός βέβαια αν επιλέξουμε να επισκεφθούμε από το παρόν ή/και το μέλλον μας το παρελθόν, συλλέγοντας ψηφίδες και ανασυνθέτοντας τον (κερδισμένο) χρόνο. Εν αναμονή καινούριου βιβλίου από την Αμάντα Μιχαλοπούλου, στρέφω το βλέμμα μου σε ένα που πρωτοεκδόθηκε το 2018 και που βρίσκω πάντα επίκαιρο και συναρπαστικό· μιλώ για το Μπαρόκ, ένα μυθιστόρημα autofiction που πειραματίζεται με τη μορφή (περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, θεατρικό, κείμενο αφηρημένου εξπρεσιονισμού, ποίημα), κατορθώνοντας ταυτόχρονα να διεισδύσει ουσιαστικά στην ιστορία κάθε μικρού ή μεγάλου κεφαλαίου ζωής. Από την «Tempesta» στον «Αϊνστάιν», η Αμάντα Μιχαλοπούλου μας προσκαλεί –και εδώ παραφράζω– να ζήσουμε μέσα σε ένα βιβλίο, χωρίς να ξέρουμε ότι ζούμε μέσα σε ένα βιβλίο. Και γιατί όχι, να γράψουμε τελικά για αυτό.
Νιώθω την ανάγκη να κλείσω κυκλικά, γυρνώντας πίσω στο «Χαμογελάστε, παρακαλώ!» και παραθέτοντας ένα ακόμα απόσπασμα από το Μπαρόκ:
Χαμογέλα λίγο
πες τους μια καλή κουβέντα
σε έφτιαξαν από το τώρα και το πουθενά…
Καλό καλοκαίρι!
______________________
Στο κείμενο αναφέρονται επίσης αποσπάσματα από:
- Κωστής Παπαγιώργης, Τα Γελαστά Ζώα (εκδ. Καστανιώτη, 2004)
- Κατερίνα Σχινά, Μυστικά του συρταριού: Η τέχνη και οι τεχνίτες της ημερολογιακής γραφής (εκδ. Πατάκη, 2017)