«Πάσχα χωρίς χωριό, γίνεται;», το φετινό Πάσχα είναι πράγματι διαφορετικό.
Κοίτα να δεις που είμαστε ακόμα εδώ, μέσα, κλεισμένοι στα σπίτια μας, στην απραξία και στην αδράνεια, με μόνη ελπίδα ότι η ακινησία μας αυτή μπορεί να κάνει καλό σ’ εμάς και σ’ έναν συνάνθρωπό μας. Οι σκέψεις σε αυτούς τους τοίχους με πλημμυρίζουν και είναι να απορεί κανείς πώς σκέφτομαι τόσο πολύ χωρίς κανένα ερέθισμα από το «έξω», που μόνο εγώ και η γάτα μου φαίνεται να υπάρχουμε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Όπως και να ‘χει, ομολογώ ότι οι σκέψεις μου τελευταία είναι κυρίως νοσταλγικές. Έχουμε βαλθεί τόσες μέρες με γνωστούς, φίλους και συγγενείς να μοιράζουμε ιστορίες από το παρελθόν. Λες μέσα στην αναστάτωση του τελευταίου καιρού, να φτάσαμε επιτέλους στην επίγνωση ότι το μέλλον είναι τόσο αβέβαιο που δεν αξίζει να μιλά κανείς γ’ αυτό; Τέλος πάντων, ιστορία στην ιστορία, τριγυρνάνε πολλές εικόνες από την παιδική μου ηλικία αυτές τις μέρες, και όσο το ημερολόγιο λέει «Μεγάλη Εβδομάδα», εγώ επιμένω να φέρνω στο νου μου εικόνες από το χωριό μου, τότε που, με κλειστά τα σχολεία, τριγυρνούσε την μέρα στα πάρκα και τα απογεύματα στην εκκλησίες του χωριού, συμμετέχοντας με την παιδική μας αφέλεια σε όλους τους ορθόδοξους εορτασμούς για την ελπίδα της Ανάστασης.
Η καλύτερη μέρα βέβαια, που όλες οι προετοιμασίες της Μεγάλης Εβδομάδας οδηγούσαν σε αυτήν, την μια, την Μεγάλη Κυριακή, την Κυριακή του Πάσχα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το Πάσχα του 98’. Μια χρονιά που σαν και φέτος, ο θείος μου δεν πρόλαβε κοκορέτσι και αρνί για τη σούβλα. Φαντάζεσαι ότι αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για μια οικογένεια 25 κεφαλιών, σε ορεινό χωριό της Ηπείρου. Η γιαγιά μου τότε ανέλαβε δράση και με πολύ χιούμορ – που κανείς δεν κατάλαβε το λόγο εκείνη τη στιγμή – μας ανακοίνωσε ότι θα επιμεληθεί η ίδια το μενού του τραπεζιού και απαγόρευσε στην κάθε μάνα και θεία της οικογένειας να πατήσει πόδι στην κουζίνα και να πιάσει μαχαίρια και πιάτα. Μας έστειλε στην αυλή όλους, μας έστησε έναν-έναν στις θέσεις μας, άνοιξε το ραδιόφωνο και με αυστηρό τόνο μας είπε «Θα φάμε στις 12:30».
Ο θείος μου γελώντας πονηρά, μάλλον ψιλιάστηκε το σχέδιο της γιαγιάς, έβαλε τσίπουρο στους άντρες του τραπεζιού και κόκκινο κρασί στις γυναίκες. Εμείς οι μικρότεροι ανταλλάσσαμε κουβέντες και στοιχήματα για το ποιος ρίχνει την καλύτερη ροχάλα, ποιος έφαγε περισσότερα σοκολατένια αυγά και ποιος θα ζητήσει εκ μέρους όλων το επόμενο game boy. Όσο εμείς χαζοπαίζαμε ή χαζομαλώναμε, οι μεγάλοι, φανερά απογοητευμένοι, συζητούσαν για τις ελλείψεις στα αρνιά εκείνης της χρονιά – προοίμιο για τις ακόμα μεγαλύτερες ελλείψεις του 2020.
Η ηπειρώτισσα γιαγιά, όπως πάντα στην ώρα της, στις 12:30 ακριβώς άνοιξε την πόρτα και μας φώναξε, εμένα και τον αδερφό μου Νίκο, να την βοηθήσουμε να σερβίρει. Το μενού; Βίγκαν κολοκυθοκεφτεδάκια σε σχήμα αρνιού, ρολό πράσσου στην θέση του κοκορετσιού και σουφλέ καρότου κομμένο σε μερίδες σχήματος πανσέτας. Όσο εγώ κι ο Νίκος σερβίραμε, η γιαγιά καμαρωτή έβγαζε λόγο, γελώντας στα κρυφά. Το μόνο που θυμάμαι από τον λόγο της είναι ότι ακούστηκε η ατάκα «Φύλαγε τα ρούχα σου, για να’ χεις τα μισά», προφανώς αναφερόμενη στον θαυμαστό και πλούσιο μπαχτσέ της και σχολιάζοντας την τεμπελιά των παιδιών της στο να φροντίζουν οι ίδιοι για την ανάπτυξη της τροφής τους. Οι μεγάλοι γέλασαν και την χειροκρότηταν και αμέσως πιάστηκαν για χορό, νηστικοί ακόμα, αλλά πολύ ευδιάθετοι. Εμείς οι μικροί, σαστισμένοι δεν βάλαμε μπουκιά.
Καλό Πάσχα, με ευχές και υγεία, χωρίς αγκαλιές και χωρίς φιλιά. Ας τα κρατήσουμε όλα για του χρόνου, για να τα απολαύσουμε μαζί, αγκαλιασμένοι!