Η Μαρία Λιάκου μας μιλά από την Στοκχόλμη για την σουηδική «καραμπίνα».
Μιλήσαμε με ένα από αυτά τα πρόσωπα, την Μαρία Λιάκου, νηπιαγωγό στην Στοκχόλμη, για να πάρουμε μια ιδέα εκ των έσω.
Ζεις σε μία χώρα στην οποία σίγουρα δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την λέξη «εγκλεισμός» όπως αυτή βιώνεται από τον υπόλοιπο πλανήτη. Ωστόσο κάποιοι περιορισμοί υπάρχουν, όπως το να μην μπορείς να επιστρέψεις σπίτι σου, στην δική σου χώρα και την δική σου ασφαλή φωλιά. Πώς είναι να βιώνεις μια τέτοια κατάσταση μακριά από την ασφάλειά σου, όπως η οικογένειά σου, το σπίτι σου και τα δικά σου πρόσωπα;
Οπωσδήποτε η λέξη εγκλεισμός δεν είναι κάτι που συνάδει με την σουηδική κουλτούρα και νοοτροπία. Η λέξη αυτή παράγεται από το ρήμα κλείνω, περιορίζω, κάτι το οποίο ακόμα και σήμερα, 8 Απριλίου 2020, δεν χωράει στο νου του Σουηδού πολίτη. Νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα συνάντησα μια νοσοκόμα και όταν της ζήτησα την άποψή της για τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά του ιού (για να δω πως στο καλό αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα τα ιατρικά μέλη) αυτή απάντησε: «Η Σουηδία είναι ελεύθερη χώρα. Δεν χρειαζόμαστε αυστηρότερα μέτρα, υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών. Δεν χρειάζεται πανικός.» Όπως ακριβώς δηλαδή τα λέει και ο πρωθυπουργός μας στα διαγγέλματά του. Στην άλλη άκρη της κλωστής, όμως, βρίσκομαι εγώ, και πολλοί άλλοι, Ελληνίδα μετανάστρια που στα αυτιά μας όλα αυτά τα μηνύματα ακούγονται ανεύθυνα. Στην αρχή γελούσαμε, θεωρήσαμε ότι είναι κάτι ασήμαντο για τον τόσο μεγάλο ντόρο που είχε γίνει στην Ασία και ότι ποτέ δεν θα επηρεάσει τις ζωές μας. Όταν όμως ο ιός έφτασε κυριολεκτικά έξω από την πόρτα μας, φοβήθηκα. Περίμενα κάποια αντιμετώπιση από το κράτος, αν όχι εγκλεισμό, τουλάχιστον κλείσιμο των σχολείων (εργάζομαι ως νηπιαγωγός). Κάθε εβδομάδα περίμενα να ακούσω τον πρωθυπουργό και τα μέτρα του σχετικά με την προστασία του πολίτη. Τίποτα όμως. Εντέλει, κατάλαβα ότι πρέπει να αυτοπροστατευτούμε με τον δικό του τρόπο ο καθένας. Ναι, τρέμεις όταν χτυπά το τηλέφωνο αργά και είναι η μαμά σου ή ο μπαμπάς και περιμένεις κάποιο νέο, καλό ή κακό. Είμαι μακριά και ξέρω πως ό,τι και να γίνει δεν μπορώ να πάρω το επόμενο αεροπλάνο και να γυρίσω στο σπίτι μου, στην οικογένεια μου. Αντιμετωπίζετε μια διαφορετική πραγματικότητα εκεί στην Ελλάδα από ότι εμείς εδώ. Και σε όλο αυτό πρέπει να δικαιολογούμαι σε φίλους και οικογένεια γιατί αναγκάζομαι να πηγαίνω κάθε μέρα στην δουλειά, παίρνοντας τρένο και λεωφορείο, συναντώντας κόσμο. Ο καθένας είναι μόνος και πρέπει να είναι «υπεύθυνος» χωρίς καμιά κρατική οδηγία.
«Έχω μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το αποτέλεσμα αυτής της παράνοιας, αλλά και την ίδια στιγμή υπάρχουν όλοι οι πειρασμοί εκεί έξω και το αίσθημα της κανονικότητας και ας μην είναι τίποτα κανονικό.»
Η σουηδική κυβέρνηση επιμένει στην ατομική ευθύνη των πολιτών και ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι για το οποίο έχει φροντίσει να γαλουχήσει όλη την ενδότερη κοινωνία. Πόσο οδυνηρό, όμως, είναι να πρέπει να πάρεις εσύ την ευθύνη για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνο από εσένα τον ίδιο;
Χα! Στηριζόμενοι στην σουηδική ιδιοσυγκρασία (την οποία και δεν μπορώ να αφουγκραστώ) πρέπει να εμπιστευτώ τον συνάνθρωπό μου. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου ότι όλοι θα πράξουν σαν εσένα. Θα μείνουν σπίτι με το παραμικρό σύμπτωμα, θα φορέσουν μάσκα και γάντια για να πάνε σούπερ μάρκετ, θα βήξουν στον αγκώνα και θα πλένουν τα χέρια τους αφού βγουν από την τουαλέτα του μπαρ. Κάτι φυσικά που δεν γίνεται. Έτσι μάλλον αποφασίζουν εδώ. Βάζουν κάτω τα οικονομικά τους, αφήνουν τα πάντα ανοιχτά (εστιατόρια, μπαρ, βιβλιοθήκες κλπ.) και λένε θα το ρίξουμε στην ατομική ευθύνη. Θα πεθάνουμε ή όχι; Θα θρηνήσουν δικούς τους ανθρώπους ή όχι; Να πάω για μπύρα ή όχι; Λοιπόν, όπως είπε και η αγαπητή νοσοκόμα βρίσκομαι σε μια δημοκρατική χώρα όπου πρέπει να αποφασίσω μονή. Το κράτος δεν μου απαγορεύει τίποτα, απλά θα μου παρέχει προτάσεις.
Ωστόσο έγκεινται η κοινωνική ευθύνη στην πραγματικότητα; Όταν το ίδιο το κράτος δεν θέλει να πάρει μία συλλογική για τους πολίτες του και όταν εσύ θα ήθελες να επιλέξεις να μείνεις σπίτι για να προστατευτείς και να προστατεύσεις το σύνολο, αλλά έμμεσα αναγκάζεσαι να συνεχίσεις την καθημερινότητά σου όπως ακριβώς πριν, αφού πρέπει να πας στην δουλειά σου.
Αυτό είναι λίγο αστείο. Όταν ξεκίνησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μία μετά την άλλη και κυρίως οι γειτονικές μας χώρες να κάνουν shut down, περιμέναμε από την μια στιγμή στην άλλη να πράξουν αναλόγως και σε εμάς. Περίμενα με ανυπομονησία μια κρατική και πάνω από όλα συλλογική απόφαση να κλείσουν τα σχολεία ή έστω να βρουν μια άλλη εναλλακτική για τους γονείς που χρειάζονται απαραίτητα φροντίδα, μα δεν συνέβαινε τίποτα. Οι Σουηδοί φίλοι μου έλεγαν «περίμενε την επόμενη εβδομάδα, σίγουρα θα τα κλείσουν». Με τα πολλά, με τα λίγα, δεν έγινε τίποτα και έτσι όλοι οι δάσκαλοι, μαζί φυσικά και εγώ, φοβισμένοι απέναντι στον ιό καθίσαμε μια ολόκληρη εβδομάδα στο σπίτι. Αρνούμασταν να πάμε πίσω στην δουλειά. Από την μεριά της κυβέρνησης καθ’ όλη την διάρκεια υποστήριζαν ότι όλα θα λειτουργούν κανονικά με αυστηρότερα μέτρα υγιεινής. Έτσι ακούστηκαν φήμες για απολύσεις, για παράλειψη καλοκαιρινών διακοπών κλπ. οπότε και αναγκάστηκα να πάω πίσω στη δουλειά μου. Αφού δεν προστατεύει η κυβέρνηση το σύνολο της, γιατί να είμαι η μοναδική να το κάνω και να χάσω ίσως την δουλειά μου; Σηκώθηκα την Δευτέρα της επόμενης εβδομάδας, παίρνοντας όλα τα μέτρα ασφαλείας (γάντια, μάσκα κλπ.), μπήκα στο μετρό και αγανακτισμένη έφτασα στην δουλειά μου στην οποία πηγαίνω κανονικά κάθε μέρα. Μία τρύπα στο νερό σαν να λέμε.
Θεωρείς ότι από αυτό το «πείραμα» οι Σουηδοί πολίτες – και ανάμεσά τους κι εσύ – θα βγουν ακόμα πιο υπεύθυνοι κοινωνικά, ταυτόχρονα αλληλέγγυοι και πιο συγκροτημένοι από ποτέ;
Νομίζετε ότι είναι η ώρα για πειράματα; Εγώ πάντως όχι. Όσον αφορά την ταπεινή μου γνώμη για τους σουηδούς πολίτες ξέρω πως θα είναι απλά ευχαριστημένοι και γεμάτοι στο τέλος αυτής της ιστορίας διότι κάνανε το καθήκον τους. Μπορεί και ήρωες. Λέγοντας καθήκον εννοούμε αυτά που προτείνει ο κυβερνήτης τους. Τι και αν πέθαναν τόσοι ηλικιωμένοι και μη; Εμείς πλύναμε χεράκια και αν είχαμε πυρετό καθίσαμε σπίτι.
Ό,τι και να επιφέρει αυτή η στάση της Σουηδίας, τι βάρος ρίχνει στους πολίτες και πώς το αντιμετωπίζεις εσύ προσωπικά;
Ο απλός κοσμάκης κάνει ότι του πουν. Σε φάση πανδημίας πρέπει να ενεργήσεις συλλογικά για να βγεις κερδισμένος. Εφόσον όλα λειτουργούν, οι πολίτες θα πρέπει να πάνε στην δουλειά τους, να αφήσουν τα παιδιά τους σε εμένα -την δασκάλα τους- και πάει λέγοντας. Δεν θυμώνω με τους πολίτες. Αναρωτιέμαι μόνο, γιατί η Σουηδία, που ήταν πρότυπο συστήματος, τώρα πλέον είναι δακτυλοδεικτούμενη;
«Αυτό είναι που πονάει και μου λείπει, η ασφάλεια που για την ώρα δεν μπορώ να απολαύσω. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένo, όλοι και όλα μπορούν να χαθούν.»
Λειτουργεί ψυχολογικά αντίστροφα όλο αυτό; Τα μη μέτρα, αποτελούν και την μεγαλύτερη δέσμευσή σας;
Ακριβώς. Κρίνεις μόνος σου ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος σε όλη αυτή την σύγχυση. Έχω μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το αποτέλεσμα αυτής της παράνοιας, αλλά και την ίδια στιγμή υπάρχουν όλοι οι πειρασμοί εκεί έξω και το αίσθημα της κανονικότητας και ας μην είναι τίποτα κανονικό. Προσπαθούν να μας τοποθετήσουν σε κάτι ουτοπικό για να μην πανικοβληθούμε. Χελόου, βλέπουμε τι γίνεται και στον υπόλοιπο κόσμο.
Τι σε κάνει να νιώθεις μειονεκτικά και τι πλεονεκτικά σε σχέση με όλον τον υπόλοιπο κόσμο που βιώνει κοινά μία τέτοια κατάσταση;
Μειονεκτικά το γεγονός ότι εκτίθεμαι καθημερινά στον κίνδυνο και δεν λέω και κουβέντα. Πλεονεκτικά; Μάντεψε! Μπορώ να πάω για μπύρα όποτε θέλω.
Στο ενδιάμεσο, οι αρχές ετοιμάζουν ψήφισμα για την τήρηση πλέον μέτρων περιορισμού και ασφαλείας, κάτι που καταδεικνύει πως η χαλαρή προσέγγιση δεν ήταν τελικά και η αποτελεσματικότερη. Ποια ίναι η γνώμη σου για την αλλαγή της στάσης αυτής που θα σας εξισώσει με τον υπόλοιπο κόσμο και πώς είχες εκλάβει την πρώτη απόφαση της χαλαρότητας; Είχες πιστέψει ποτέ ότι θα δουλέψει ακόμα και αν πηγαίνει κόντρα σε όλα τα υγειονομικά και πολιτικά συστήματα του κόσμου;
Η απόφαση της χαλαρότητας και μη πανικού με απογοήτευσε αρχικά. Πάντα είχα ψηλά αυτή την χώρα με τους προσωπικούς ενδοιασμούς, που όμως τώρα με έκανε να νιώσω πιόνι σε ένα παιχνίδι που όλοι μας έχουμε ευθύνη μα δεν μας βοηθούν. Εφόσον, λοιπόν, και ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται, πράγμα το οποίο έχει πολιτικό κόστος και δεν μπορείς να το αποκρύψεις, αποφασίζουν δειλά να αλλάξουν πολιτική. Κάτι τους τρόμαξε! Τι να το κάνεις; Αργήσαμε. Θα φάμε ban από πολλές χώρες για την στάση μας και δεν θα κάνω τα ταξίδια που ήθελα. Δεν βαριέσαι; Την υγειά μου να έχω.
Διάβασε επίσης: Η Εβίτα αφηγείται το δικό της ιταλικό lock down.
Υπάρχει η ανάγκη να κάνεις πράγματα που υπό άλλες συνθήκες τα είχες βγάλει τελείως από την καθημερινότητά σου; Για παράδειγμα, να αφιερώσεις περισσότερο χρόνο στον εαυτό σου και να τον αγαπήσεις, να μπεις στην διαδικασία να επαναπροσδιορίσεις κάποιες συνθήκες και σχέσεις σου με ανθρώπους, να εκτιμήσεις κάποια πολύ μικρά πράγματα που άλλοτε δεν τα έβλεπες καν αλλά τώρα φαντάζουν θησαυρός.
Ναι! Να βάζω διακόσιες φορές την ημέρα αντισηπτικό στα χέρια μου. Εκτός αυτού όχι. Τα έχω καλά με τον εαυτό μου και τον περιποιούμαι και πιστεύω αυτό είναι το παν σε κατάσταση οποιουδήποτε εγκλεισμού. Εντάξει, ναι, το έχω ρίξει και στην μαγειρική γιατί μ’ αρέσει ο Άκης!
Τι σκέφτεσαι ότι θέλεις να κάνεις πολύ, όταν τελειώσουν όλα αυτά; Και τι σκέφτεσαι ότι δεν θες να ξανακάνεις ποτέ;
Να πάω στο σπίτι μου, στο δωμάτιο μου, στην φαμίλια μου. Αυτό είναι που πονάει και μου λείπει, η ασφάλεια που για την ώρα δεν μπορώ να απολαύσω. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένo, όλοι και όλα μπορούν να χαθούν.
Δεν θα ξαναδώ 10 επεισόδια σερί The Crown. Cannot take any more British accent.
Πρόκειται για μια καθημερινότητα επίπονη ή για μια καθημερινότητα πρόκληση;
Θα έλεγα για μια καθημερινότητα πρόκληση, όμως προσπαθώ να είμαι αισιόδοξη και να σκέφτομαι ότι πρόκειται για μια καθημερινότητα όπως πριν. Σε αυτό το σημείο, χαίρομαι που μένω μόνη χωρίς οικογένεια. Δεν έχω το άγχος μην τους μεταφέρω ή κολλήσουν κάτι. Και έτσι, τελικά φτάνουμε να σκεφτόμαστε ατομικά αντί συλλογικά εν καιρώ κορονοϊού.
Η συζήτηση αυτή είναι μέρος ενός γενικότερου διαλόγου που άνοιξε λόγω συνθηκών με ανθρώπους που ο περιορισμός της πανδημίας τους βρήκε εκτός τόπου, εν μέσω μιας προσπάθειας για ουσιαστική επικοινωνία και καταγραφή των βιωμάτων μας στη διάρκεια μιας κρίσης.