Απόσπασμα από το Hμερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη.
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από τον φόβο, κι αισθάνονται σαν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας τη μία πόρτα ύστερα από την άλλη.
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας απ’ αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε, ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενιτιά, ούτε η θάλασσα.
Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σαν φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητά μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο και φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν το άκουγες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και της χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1902 και με αφορμή αυτό θυμόμαστε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο.
Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925
Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο… μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… Είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως -θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω, μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη…
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι’ ο θεός θα με συχωρούσε… Θα με συχωρούσες και συ φίλε που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα… Ανόσια… Θα με συχωρούσες… Το ξέρω…
Γυρνώ κι’ αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς ‘μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι’ ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο της αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θα ‘ρθω… Μονάχα βλέπε με καθώς θα ‘ρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ’ στο σκοτάδι…
Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ειδώ… Να ειδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ΄ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… Ω, ξέρω καλά πώς η καθεμιά τους γίνεται… Να ειδώ το χαμόγελό σου –πως είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα- να ειδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… Να ιδώ… Να νοιώσω το φίλημά σου…
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από ‘δώ… Μη με αρνηθής, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα.
Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιον κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… Ποιος ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… Ποιος ξέρει πάλι αν έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρυ απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα… Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια… Θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα.
Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια… μείνε!
«Ο θάνατος μιας νέας γυναίκας είναι, αναμφίβολα, το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο»
Ε.Α. Πόε.