«Πράξη Δεύτερη», το ποίημα της Παρασκευής.
σαν τι είμαι εδώ;
κατάκοιτος αέρας ξηµερώµατος
όνειρο απαρνημένο από τον ύπνο
που το εγκυμόνησε
αλήθεια
μιαν εξήγηση ολοστρόγγυλη δεν έχω να σου δώσω
ξεσκισμένος απ’ άκρη σ’ άκρη
κι όλο να χάνω το ραντεβού µου
στην κηδεία του θεού
ό, τι κι αν πω θα μοσχοβολάει σάπιο πορτοκάλι
στον φάρυγγα μια γεύση παραφλού
γιατί φοβάμαι πως θα σε παγώσω
όταν εξερευνητής των σωθικών σου
θα διοριστώ
παράτα με
στις πέντε το πρωί θα πάρω θέση
στη διπλανή αγέλη σκύλων
που ’χει για αρχηγό εκείνο το μπάσταρδο
µε τα τρία πόδια
όλη η Αθήνα θα’ ναι δικιά µου τότε
το αλύχτισμα µας:
ντεπόν
και σαν φεγγάρι
ντεπόν
και σαν καλημέρα στην άκρη του ολόφρεσκου γκρεμού
στα συσσίτια σήμερα μοίραζαν μπατζάκια
και πλάι από τα ολόρθα φορτηγά
νύμφες του κράτους
τα γάζωναν στους τυχερούς
κύριε ιατροδικαστή, από τι πέθανε η ελπίδα;
από αυτό που την τάισες, είπε
µία αγέλη τακτοποιεί τα άστρα
αυτή είναι η δουλειά της
κρατάει την ισορροπία του κόσμου
αλίμονο
αν ήξερε ο μπόγιας τη δύναμη του:
τις περιστροφές της γης θα βαλσάμωνε
θα σταμάταγε κι ο ελάχιστος ήχος
ο ήχος
ο ήχος
ο ήχος που κάνουν τα στήθη των νεαρών κοριτσιών
μεγαλώνοντας τα βράδια
αγνοώντας
τις εναλλαγές των πρωθυπουργών
το φουλάρισμα των νεκροτομείων
τις θλιµµένες μάνες
έτσι πάει
ταγμένος θα είμαι πια στο κοµµάτιασµα
του µπόγια
αρχηγέ; θα µου κόψεις το ένα πόδι;
αρχηγέ; θα µου µάθεις να ξεχνάω;
ό, τι γνώρισα
κι ακούµπησα
και έγδαρα
και µ’ έγδαρε, αρχηγέ
να σαπίσει τσιµεντωµένο στον βυθό των αναµνήσεων
κουτσός θα παρακολουθώ τη σήψη σαν ηλιοβασίλεµα
και σε ένα σύννεφο από πάνω, παιδιά θα παίζουνε κρυφτό ― ρε, προσοχή µη σας δει ο κόσµος να µεγαλώνετε, θα σας ξεσκίσει
στο σύννεφο χωθείτε βαθύτερα παιδιά
παιδιά µου
συγγνώµη για όλα, παιδιά µου
[ κι αν είχα µείνει άνθρωπος:
έι, εσύ, µη θρηνείς κρυµµένη
είµαι αθάνατος
η τελευταία σου κουβέντα
στα πόδια µου πάνω
όταν αργοσβήνεις
θα είναι ένας
γλάρος
κατάµονος ]
Απόσπασμα από τη συλλογή Πάσα ανάσα (2017, εκδόσεις Υποκείμενο)
Γιώργου Δομιανού, «Πράξη Δεύτερη»