Συνέντευξη: Γιώργος Θεοδωρίδης a.k.a Mount Ten
Θα τον ακούσετε με το όνομα Mount Ten, αλλά στην ουσία τον λένε Γιώργο, θα τον δείτε με στυλάκι που φωνάζει «είμαι φαν της hip hop, όπως την γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε» και όντως αυτό είναι και σίγουρα όταν αναλαμβάνει τα decks, θα παρακολουθήσετε πολλά παραπάνω από αυτά που περιμένατε. Το εννοώ! Για όσους τον ξέρετε ήδη, θα καταλάβατε τι επρόκειτο να ακολουθήσει, για τους υπόλοιπους απλά ψαχτείτε και θα τον βρείτε πίσω από διάχυτα, ανά την πόλη, booths. Λίγες ημέρες πριν κυκλοφόρησε το πρώτο του album με τίτλο “The Urban Legend of Jass” και είναι όπως ακριβώς θα ήθελε να είναι… με δικό της groove και συναίσθημα. Τα υπόλοιπα θα τα διαπιστώσετε μόνοι σας.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την μουσική, οι πρώτες σκέψεις, τα πρώτα ντιτζεϊλίκια και εν τέλει η επαγγελματική ενασχόληση με αυτήν;
Η πρώτη μου επαφή με την μουσική ήταν από αρκετά μικρή ηλικία, τόσο που σχεδόν δεν τη θυμάμαι και απλά μου την αφηγούνται. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής στο ωδείο του Βόλου και η μητέρα μου έπαιζε πολλά χρόνια πιάνο, οπότε πάντα υπήρχαν διάφορα μουσικά όργανα μέσα στο σπίτι όπως, κιθάρα, βιολί, ακορντεόν και φυσικά τα δύο αγαπημένα μου, ένα υπέροχο hammond από τα τέλη των 80’s και ένα πιάνο αντίκα των 50’s, τα οποία ακόμα προσπαθώ να βρω τρόπο να χωρέσουν στο σπίτι/studio μου.
Τα πρώτα ερεθίσματα ήταν από την μητέρα μου που, για καλή μου τύχη, άκουγε πολύ μουσική, έχοντας ιδιαίτερη αγάπε στην Janis Joplin και τους Deep Purple. Κάπως έτσι, την αγάπη αυτή τη μετέφερε και σε εμένα. Παράλληλα, κάπου στην τρίτη δημοτικού, άκουσα, μέσα από το Dangerous Minds με την Michelle Pfeiffer, το “Gangsta’s paradise” του Coolio. Θυμάμαι το πόσο πολύ με είχε συνεπάρει ο ρυθμός και η μελώδια αυτής της μουσικής που δεν ήξερα καν πως λεγόταν. Μετά από αρκετό ψάξιμο, κατέληξα να κατεβάζω το κομμάτι μαζί με τους στίχους και κάπως έτσι ξεκίνησα να ψάχνω στα δισκάδικα του Βόλου Hip Hop δίσκους, με τα πρώτα album που έπιασα στα χέρια μου να είναι Ημισκούμπρια, FF.C, T.X.C, ενώ λίγο αργότερα ήρθε το Marshall Mathers του Eminem.
Στη συνέχεια είχα κι’άλλες επιρροές, πιο Ροκ και σίγουρα πιο οργισμένες, αλλά όπως και να’χει νομίζω πως από εκείνη την στιγμή και μετά, η μουσική είναι κάτι το οποίο δεν σκέφτομαι, απλά μου συμβαίνει. Φυσικά δεν είχα καμία ιδέα τότε ότι θα κατέληγε σήμερα να είναι αυτό το επάγγελμά μου αλλά από τότε σίγουρα το έλεγε η καρδούλα μου!
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσεις την μουσική σου;
Κοίταξε, γενικά δεν είμαι από τους ανθρώπους που λατρεύουν τους χαρακτηρισμούς, ειδικά στην μουσική. Πιστεύω πως χαρακτηρίζοντας την μουσική σου, μπορεί να διαφοροποιείσαι, αλλά παράλληλα αποξενώνεσαι. Καταλαβαίνω πως κάποιες φορές χρησιμεύει το να πεις παίζω ή κάνω Hip-Hop και βοηθάει τον άλλον να καταλάβει με τι καταπιάνεσαι, αλλά όταν φτάνουμε στο σημείο να υπάρχουν έχθρες μεταξύ μουσικών, τότε αυτομάτως το θέμα “πολώνει” και ο ακροατής έχει αμέσως γνώμη, έχοντας ταυτίσει το Hip Hop με κάτι αρνητικό και απλά κλείνει τα αυτιά του.
Κλείνοντας αυτή την “μικρή” παρένθεση, για να απαντήσω ευθέως στην ερώτησή σου, η μουσική που έκανα στον πρώτο μου δίσκο είναι ξεκάθαρα και χωρίς ακαταλαβίστικους όρους, μία μίξη Jazz και Hip-Hop. Για τους επόμενους δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, αλλά με ενδιαφέρει σίγουρα η μουσική που φτιάχνω και ακούω να έχει συναίσθημα.
Αν ακούσω ένα κομμάτι, χωρίς να νιώσω κάτι, απλά πάω παρακάτω. Δεν σημαίνει πως το κομμάτι που άκουσα δεν ήταν καλό, απλά εμένα δεν είχε κάτι να μου προσφέρει. Έτσι γίνεται και με την μουσική μου. Αν ανοίξω τα μηχανήματά και ξεκινήσω να γράφω κάτι και στο τέλος της μέρας αυτό που ακούω δεν έχει συναίσθημα, απλά κλείνω τα μηχανήματα χωρίς να αποθηκεύσω τίποτα.
Πώς μοιάζει το κλασικό hip hop των 90s μέσα από τον Mount Ten;
Το Hip-Hop των 90s για μένα σαν ακροατή είναι ένα τεράστιο κολάζ με τα εξώφυλλα από όλα τα αλμπούμ από καλλιτέχνες όπως oι Guru, J. Dilla, Madlib, Jazz Liberatorz, καθώς και το To Pimp A Butterfly του Kendrick Lamar. Ξέρω πως κάποια από αυτά που αναφέρω δεν δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο, αλλά δεν είναι ανάγκη να κυκλοφορήσει ένας δίσκος στα 90s, για να έχει και την αντίστοιχη αισθητική.
Σαν μουσικό, νομίζω πως αυτό θα ήταν μία jazz μπάντα με έναν beatmaker στον ρόλο του μαέστρου, που θα έπαιζε σε κάποιο σημείο, στην παραλία Θεσσαλονίκης με ένα μικρόφωνο ακουμπισμένο στον δρόμο, όπου ο καθένας θα μπορούσε να σηκώσει και να ραπάρει.
Είναι το hip hop και η ανάμειξη του με διάφορα είδη, κάτι που αποτελεί την εξέλιξη της; Έχει ξοφλήσει πλέον η κλασσική hip hop ή αντίθετα έχει επανέλθει ξανά στον προσκήνιο;
Όχι, δεν θεωρώ πως το είδος της μελωδίας που έχει αναμειχθεί με το Hip-Hop, μπορεί να καθορίσει την εξέλιξή του. Μέσω της δειγματοληψίας (sampling), που είναι και η βασικότερη και πιο συνήθης μορφή στο να δημιουργήσεις Hip-Hop μουσική, ο κάθε παραγωγός έχει την δυνατότητα να samplαρει ότι είδος μουσικής θέλει. Το θέμα είναι πώς θα το “επεξεργαστεί” μέσα στα μηχανήματά του και ακόμα περισσότερο στο μυαλό του.
Για μένα η εξέλιξη του Hip-Hop είναι το “To Pimp A Butterfly” του Kendrick Lamar, που ανέφερα και πιο πάνω. Οι στίχοι του είναι απίστευτοι και οι μουσικές παραγωγές μυρίζουν εξέλιξη και φρεσκάδα από πολύ μακριά. Όχι επειδή έχει abstract και jazz στοιχεία, γιατί τέτοια συναντάς και σε κομμάτια του J. Dilla, πολλά χρόνια πριν, το θέμα είναι το πώς επέλεξαν να τα διαχειριστούν.
Θεωρείς ότι η μουσική υποδέχεται μονίμως τάσεις; Και αν ναι, σε τι οφείλεται αυτό και τι δημιουργεί ή επιφέρει κάθε φορά μια νέα τάση;
Το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις που κάνω και με άλλους φίλους που κάνουν μουσική, συνήθως καταλήγουν στην ερώτηση, «Τί θα παίζετε σε 2 χρόνια;». Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι «ναι» η μουσική υποδέχεται τάσεις. Βλέπω όμως ότι οι μουσικές προτιμήσεις αλλάζουν πιο συχνά. Όταν ήμουν γυμνάσιο και λύκειο αν ήθελες να θεωρείσαι “cool”, είτε θα άκουγες New Rock και Metal, είτε Tupac και Dr. Dre. Φυσικά, με το κάθε τι που άκουγες θα έπρεπε να προσαρμόσεις και την αμφίεσή σου!
Πλέον, για να θεωρείσαι “cool”, ίσως πρέπει να ακούς Techno ή Deep House, χωρίς απαραίτητα να σου αρέσει και να ξέρεις τι είναι αυτό. Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι ακροατές που στην ουσία ακολουθούν τις τάσεις, είναι ο κόσμος που έχει συνδυάσει την μουσική με την διασκέδαση και όχι με την κατάθεση ψυχής και συναισθημάτων.
“The Urban Legend of Jass”. Ο τίτλος του πρώτου σου άλμπουμ. Τι ακούμε, τι ακούς και τι θα ήθελες να ακουστεί;
Να ξεκαθαρίσω πως το Jass δεν είναι κάποιο λάθος από το autocorect του υπολογιστή μου. Ο τίτλος του δίσκου βασίζεται σε μία ιστορία που είχα ακούσει από έναν καθηγητή μου, όπου έψανχε από που προέρχεται ο όρος “Jazz”. Ο μύθος λοιπόν λέει πως όταν πρωτοξεκίνησε να παίζεται αυτό το είδος μουσικής, στις αρχές των 20’s χρησιμοποιούσαν τον όρο Jass. Οπότε όταν ήθελαν να διαφημίσουν κάποιο live, γράφανε έξω από τον χώρο: “Tonight Live Jass Concert”. Έτσι, αυτοί οι οποίοι αντιπαθούσαν αυτό στιλ μουσικής, προσπαθόντας να το δυσφημίσουν, πήγαιναν και έσβηναν το “J”, αφήνοντας έτσι το “ass”. Μέχρι τώρα, δεν έχω μπορέσει να βρω αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή, παρόλο που το έχω ψάξει. Οπότε για μένα παραμένει ένα μύθος.
Δυστυχώς, δεν μπορώ να πάρω την ευθύνη και να πω τι θα ακούσετε διότι, πραγματικά το έκανα τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας και τελικά, με την καλή ένοια, έπεσα πολύ έξω. Εγώ ακούω έναν δίσκο “ωμό” μη καλογυαλισμένο, σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συνηθίζεται στις μέρες μας, με λάθη τα οποία κάποια χρειάστηκαν καιρό για να γίνουν και να μείνουν και λάθη τα οποία δεν έχω ακόμα την εμπειρία να καταλάβω, γιατί δεν έπρεπε να τα κρατήσω μέσα στον δίσκο, αλλά ήξερα πως ήθελα να τα μοιραστώ μαζί σας. Θα ήθελα να ακουστεί μία διαφορετική μουσική, απλή και ξεκάθαρη, με ανθρώπινα λάθη και ένα δικό της groove και συναίσθημα.
Ποιες οι επιρροές και ποιες οι αναφορές, τόσο του άλμπουμ, όσο και της μουσικής σου σύνθεσης γενικότερα;
Οι επιρροές μου για αυτό το άλμπουμ είναι ξεκάθαρα η jazz. Είναι κάτι που για μένα αποτελεί, ακόμα και σήμερα, ένα μυστήριο, διότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Αυτό είναι που με ενθουσιάζει και γι’ αυτό ασχολήθηκα τόσο ξεκάθαρα μαζί της. Γενικότερα, οι επιρροές μου είναι παλιά κομμάτια, συνήθως 60s-70s, που έχουν συναίσθημα, ανεξάρτητα από το είδος.
Όπως έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης η funk και η soul μουσική, άλλο τόσο έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και η παραδοσιακή μουσική, από όποια γωνιά του πλανήτη κι’αν προέρχεται. Σας προκαλώ να ψάξετε κινέζικη παραδοσιακή μουσική και να εκπλαγείτε, βρίσκοντας ομοιότητες με τη δική μας παραδοσιακή μουσική. Το ίδιο συναίσθημα που μπορεί να μου προκαλέσει ένα μπουζούκι από δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι, μπορεί να μου προκαλέσει και το Sitar σε ένα δίσκο του Ravi Shankar.
Ο ήχος και ο μύθος πίσω από το “urban”.
Δεν νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με κάποιον μύθο, το urban είναι το αστικό στοιχείο. Για παράδειγμα, στην πόλη μου θα βρεις καταπληκτικούς μουσικούς να παίζουν στον δρόμο με κακό και μην καλογυαλισμένο ήχο, από jazz μέχρι, rock n’roll και σκυλάδικα, έχοντας για συνοδεία την ηχο(ρύπανση) των διερχόμενων αυτοκινήτων και τις κόρνες, ενώ για ερμηνευτές τους οδηγούς και τους πεζούς που, είτε φωνάζουν και βρίζονται μεταξύ τους, είτε γελάνε σε παρέες. Αυτό για μένα είναι το urban που βιώνω στην πόλη που ζω.
Πώς είναι εμπειρία του πρώτου άλμπουμ; Είναι επιδίωξη για κάθε καλλιτέχνη;
Αρχικά, θα ήθελα να σου πω, πως δεν με θεωρώ ακόμα καλλιτέχνη και πιστεύω πως έχω πολύ δρόμο ακόμα για να έχω το “δικαίωμα” να χρησιμοποιώ αυτόν τον τίτλο. Το ότι ασχολούμαι με μία μορφή τέχνης όπως η μουσική, δεν με κάνει αυτόματα καλλιτέχνη, απλά είμαι ένας άνθρωπος με κλίση στις τέχνες. Τώρα, όσον αφορά την εμπειρία της κυκλοφορίας ενός άλμπουμ, είναι μία υπέροχη, αλλά και μυστήρια κατάσταση.
Όλα ξεκινάνε από την στιγμή που έχεις τα κομμάτια έτοιμα απέναντί σου και πρέπει να πεις “Ωραία, είμαι έτοιμος να πατήσω το οκ και να τα δημοσιεύσω”. Μπορεί να ακούγεται κάπως μελοδραματικό, αλλά πίστεψέ με, είναι μια κίνηση που μπορεί να φαίνεται απλή, διότι στην ουσία είναι ένα κλικ, αλλά και τόσο σύνθετη ταυτόχρονα. Πώς ο ηθοποιός έχει άγχος πριν βγει στην σκηνή, κάτι τέτοιο. Αυτό λοιπόν το κάνει όμορφο και σίγουρα πολύ ενδιαφέρον, τουλάχιστον για μένα.
Η επιστροφή στην αναλογική κουλτούρα..
Το αναλογικό πάντα υπήρχε και είχε την ομορφιά του, απλά αυτή την στιγμή που μιλάμε ο αναλογικός ήχος είναι στην καλύτερη στιγμή του και γενικότερα ο ήχος! Πλέον με ελάχιστα μέσα, είτε αναλογικά είτε ψηφιακά, μπορείς να παράξεις κάθε είδος μουσικής μιας και παντού υπάρχει απίστευτη πληροφορία γι αυτή.
Λόγω τώρα όλης αυτής της πληροφορίας ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται την διαφορά στον ψηφιακό και στον αναλογικό ήχο. Αν πας σε ένα μπαρ που έχει 2 djs και ο ένας παίζει με cd ή λάπτοπ (χωρίς να θέλω να θίξω αυτή την κατηγορία, γιατί και εγώ συνήθως παίζω μουσική με το λάπτοπ μου, μιας και τα περισσότερα μαγαζιά δεν έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να υποστηρίξουν ένα vinyl dj set) και ο άλλος με βινύλια, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο κόσμος χωρίς να τους βλέπει θα καταλάβει την ηχητική διαφορά, όχι στο θέμα συχνοτήτων αλλά στο πως αισθάνεται την μουσική!
Το ίδιο συμβαίνει και με τους παραγωγούς που επιλέγουν να δημιουργήσουν μουσική με αναλογικά μέσα. Ένα αναλογικό μηχάνημα, αν μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, μιας και αυτό δουλεύει με software, έχει την ομορφιά του δικού του ήχου. Για παράδειγμα τα μηχανήματα που επέλεξα να χρησιμοποιήσω για την δημιουργία του δίσκου μου έχουν ένα γρέζι και μία “βρώμια” στον ήχο τους με την οποία ταύτισα και όλη την θεματολογία του δίσκου μου. Αντίθετα σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ό,τι ψηφιακό ήχο και να κατεβάσεις από το ίντερνετ, όσο και να τον επεξεργαστείς, δεν νομίζω πως θα μπορέσει να αποκτήσει το ίδιο συναίσθημα που έχει ο αναλογικός, γιατί πολύ απλά αυτές τις συχνότητες δεν τις ακούς, απλά τις αισθάνεσαι!
Μπορεί το 2016 να στηρίξει την δισκογραφία σε κάθε επίπεδο; Είτε αυτό αναφέρεται στις πωλήσεις, είτε στην νοοτροπία της αγοράς κάτι χειροπιαστού και όχι στην αποκλειστική αναμονή μιας ψηφιακής μορφής;
Η επιλογή μιας δισκογραφικής, στο να προωθήσει και να στηρίξει έναν μουσικό, δεν πιστεύω πως έχει να κάνει με το αν γράφει με αναλογικά μηχανήματα ή πολύ απλά χρησιμοποιεί ένα λαπτοπ και το πρόγραμμα της αρεσκείας τους, εκτός και αν η δισκογραφική εξειδικεύεται σε έναν πολύ συγκεκριμένο ήχο, είτε αυτός είναι αναλογικός, είτε είναι ψηφιακός.
Η μοναδική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η δισκογραφία πλέον σε έναν καλλιτέχνη είναι οι δημόσιες σχέσεις, το μάρκετινγκ, το budget ενός καλού στούντιο και το distribution. Αν ο καλλιτέχνης έχει τον χρόνο να μανατζάρει τον εαυτό του, το budget για να κόψει 300-400 κόπιες βινύλια και έχει 1-2 άκρες για να μοιράσει την μουσική του, είτε αυτό είναι mp3 είτε είναι βινύλιο, τότε η δισκογραφική εταιρία περισσεύει ή μπορεί απλώς να είναι εκεί σε μία γωνίτσα και να προσδίδει περισσότερο “κύρος”…
*Ο Γιώργος Θεοδωρίδης (a.k.a Mount Ten) θα βρίσκεται το Σάββατο 17 Δεκεμβρίου Στη Στοά Soul bar, όπου θα κάνει ένα μοναδικό dj set, μαζί με την υπόλοιπη ομάδα, στο γενέθλιο πάρτι του Beater.gr, ενώ την Κυριακή 18/12, θα βρίσκεται στα decks του Art House, μαζί με τον Barry Ashworth των Dub Pistols!