Τα γενέθλια του Στάνλεϊ είναι τον άλλο μήνα!
Κείμενο: Βαγγέλης Μακρυγιάννης
Το “Πάρτι Γενεθλίων” του Χάρολντ Πίντερ ανέβηκε από την ομάδα “Ουκ Νουκ”, στο θέατρο BlackBox, παίρνοντας μάλιστα παράταση μετά από αρκετές sold out βραδιές. Κάτι αντίστοιχο,όμως, δε συνέβη όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο στο θέατρο «Lyric Hammersmith» του Λονδίνου, το 1958. Οι κριτικές σε έντυπα, όπως ο Daily Telegraph, ο Guardian, οι Financial Times ήταν επαναλαμβανόμενα αρνητικές. Μερικές από τις κριτικές έγραφαν πως «ο Πίντερ δεν είναι ικανός να εξηγήσει το τι πραγματεύεται το έργο του, οι χαρακτήρες του μιλούν ασυνάρτητα και παραληρούν, ενώ δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν τις πράξεις, τις σκέψεις ή τα συναισθήματά τους». O συγγραφέας, σε κατάσταση απελπισίας, ήταν έτοιμος να παρατήσει την συγγραφή θεατρικών έργων. Ωστόσο, αυτό ανετράπη ύστερα από μία ιδιαίτερη επαινετική κριτική από τον Χάρολντ Χόμπσον των Sunday Times, στην οποία ο κριτικός έγραφε, μεταξύ άλλων, πως «ο Χάρολντ Πίντερ κατέχει το πιο αυθεντικό, θυελλώδες και εντυπωσιακό θεατρικό συγγραφικό ταλέντο στο Λονδίνο».
Σήμερα, το “Πάρτι Γενεθλίων” ανήκει στα πιο γνωστά και “πολυπαιγμένα” έργα παγκοσμίως. Φυσικά, το κείμενο δεν έχει αλλάξει. Αυτό που άλλαξε ή εξελίχθηκε, θα λέγαμε πως είναι ο τρόπος προσέγγισης του έργου από κοινό και κριτικούς, πλησιάζοντας ίσως τη ματιά του Χάροντ Χόμπσον. Τα αινιγματικά στοιχεία της ασάφειας και της απροσδόκητης εξέλιξης, γίνονται βασικά συστατικά του σασπένς και του ενδιαφέροντος, προσφέροντας κωμικές, αλλά και ανατριχιαστικές-τρομακτικές στιγμές στο κοινό.
Η παράσταση από την ομάδα “Ουκ Νουκ”
Αρχικά, να ειπωθεί η κοινότοπη φράση πως ένα τέτοιο έργο, αποτελεί ρίσκο για οποιονδήποτε προσπαθήσει να αναμετρηθεί μαζί του. Οι παράμετροι που βρίσκονται σε ταυτόχρονη λειτουργία είναι πολλές, με αποτέλεσμα αυτό το «πείραμα», άλλοτε να πετυχαίνει, με την ασάφεια να προκαλεί το αυθεντικό μυστήριο και να δίνει χώρο για συμβολισμούς, και άλλοτε να εξελίσσεται μη ελεγχόμενα, με την ασάφεια να μετατρέπεται σε πρόβλημα. Με την προσέγγισή τους, οι σκηνοθέτες και η ομάδα “Ουκ Νουκ”, φαίνεται να κατευθύνθηκαν στο να αναδείξουν το έργο, χωρίς πολύπλοκες σκηνικές δομές, με στόχο πιθανόν να μειώσουν το επίπεδο δυσκολίας του θεατή, ώστε να παρακολουθήσει τα γεγονότα. Ο χώρος λιτός, με τα βασικά σκηνικά να θυμίζουν όντως ένα κοινόχρηστο δωμάτιο μιας φτηνής πανσιόν. Οι αλλαγές στους φωτισμούς επίσης μετρημένες, γενικού χαρακτήρα. Οι θεατές λοιπόν, θα λέγαμε πως μπορούσαν να αποδεχθούν γρήγορα το περιβάλλον στο οποίο εξελισσόταν η σκηνική δράση, με αποτέλεσμα αυτό το καθαρό πλαίσιο να ευνοεί, εν μέρει, τη συγκέντρωση της προσοχής τους στη ροή του αλλόκοτου κειμένου. Ωστόσο, μια πιο μελετημένη σκηνική δομή, η οποία θα έπαιρνε πιο ισχυρή θέση στη μυστήρια φύση του έργου, ίσως να οδηγούσε τους θεατές στη πιο βαθιά κατανόηση της κατάστασης και σε μια πιο έντονη εμπειρία.
Σχετικά με την παρουσία των ηθοποιών, το δέσιμο της ομάδας και η άνετη αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της, ήταν εμφανή από την αρχή της παράστασης. Το πρώτο μέρος είχε ρυθμό, αναδεικνύοντας τα κωμικά στοιχεία του ρόλου της αφηρημένης και αγαθής Μεγκ (Ειρήνη Κυριακού) και του ρεαλιστικού και σοβαροφανή Πητ (Γιώργος Σοφικίτης). Οι δύο ηθοποιοί, με ιδιαίτερη χημεία, δημιούργησαν ένα ανάλαφρο κλίμα, που εισήγαγε τους θεατές ομαλά στην, όλο και πιο απρόσμενη, εξέλιξη του έργου. Η εμφάνιση του Στάνλεϊ (Έλενα Βισέρη), έβαλε στη συνέχεια, για τα καλά, σε λειτουργία το πιντερικό παράλογο της υπόθεσης. Η ηθοποιός έφτιαξε ένα χαρακτήρα, μέσα σε μια φόρμα αρκετά μονότονη, έως και ρομποτική, με την τάση να ανατρέπει σε κάποιο βαθμό την ισορροπία των συζητήσεων. Θα περιμέναμε, λοιπόν, αυτό να εξελιχθεί σε έναν πιο αντιδραστικό Στάνλεϊ, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση των Γκόλντμπεργκ (Πέτρος Παπαζήσης) και Μακάν (Αλίκη Ατσαλάκη). Αντιθέτως, είδαμε έναν Στάνλεϊ παρόμοιο, από άποψη δυναμικής, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, με αποτέλεσμα να μη φανεί τόσο ξεκάθαρα η σοβαρότητα των γεγονότων που προκάλεσαν οι δύο επισκέπτες. Σε αυτό ενίσχυσε ίσως και το γεγονός ότι οι Γκόλντμπεργκ και Μακάν, εμφανίστηκαν αρκετά συμπαθητικοί. Δημιούργησαν μεν απορία και γέλιο, αλλά όχι ιδιαίτερο τρόμο και σοκ, παρόλο που εισέβαλαν απότομα και πήραν τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Αξιοσημείωτη η μεταξύ τους σχέση, με “εμφανισιακές” και δυναμικές διαφορές, κέντριζε, ανά στιγμές, την προσοχή. Ο ρόλος που υποδύεται η Μαριλένα Κατρανίδου, παρέμεινε αινιγματικός από την πρώτη εμφάνισή του, μέχρι το τέλος και δημιούργησε ένα μειδίαμα στο πρόσωπο των θεατών. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική η επανεμφάνιση του Πητ, ο οποίος φαίνεται μέσω του Γιώργου Σοφικίτη πως είναι έτοιμος να εκραγεί, αλλά δεν θα το κάνει, και θα προτιμήσει να αποδεχθεί την κατάσταση ως είναι, ώστε να μην καταστρέψει την ήρεμη ζωή του και τη σχέση του με την Μεγκ.
Συνολικά, φάνηκε ξεκάθαρα η πολύωρη δουλειά της ομάδας πάνω στην υποκριτική προσέγγιση του έργου, με στόχο αυτό να λειτουργήσει ως το δυνατό χαρτί της παράστασης. Το “Πάρτι Γενεθλίων”,όμως, είναι σαν μια συνάρτηση πολλών μεταβλητών, όπου πρέπει να αντιμετωπιστούν όλες με ιδιαίτερη βαρύτητα, για να δημιουργηθεί ένα πιο συμπαγές νοητό πλαίσιο, και να αναδειχθούν τα μοναδικά αλλόκοτα πιντερικά στοιχεία, ως εργαλεία για την ολοκλήρωση της θεατρικής εμπειρίας. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, από την ομάδα “Ουκ Νουκ”, δείχνει τη διάθεση των μελών της να πάνε ένα βήμα παραπέρα από τις εύκολες και ασφαλείς λύσεις. Η θεατρική συνέχειά τους, λοιπόν, θα έχει σίγουρα ενδιαφέρον.
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ουκ Νουκ
Σκηνοθεσία: Πάνος Δεληνικόπουλος, Μαριλένα Κατρανίδου
Δραματολόγος: Κατερίνα Λιάτσου
Σκηνικά: Ανθούλα Μπουρνά, Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Φωτισμοί: Ελένη Χούμου
Επιμέλεια κοστουμιών: Ουκ Νουκ
Οργάνωση παραγωγής-επικοινωνία: Νίκος Μαυράκης
Παίζουν: Αλίκη Ατσαλάκη, Έλενα Βισέρη, Μαριλένα Κατρανίδου, Ειρήνη Κυριακού, Πέτρος Παπαζήσης, Γιώργος Σοφικίτης