Από τις τυραννικές στις απελευθερωτικές οικειότητες: Εν είδει απολογισμού του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης!
Ο Richard Sennett στο The fall of the public man (στη μετάφραση έχει δοθεί έμφαση στην τυραννία της οικειότητας), το οποίο αποτέλεσε αφορμή για τη διαμόρφωση του φετινού Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος, στρέφει την προσοχή μας στον εντεινόμενο ατομικισμό που επιφέρει δεσμούς καταναγκαστικούς – αυτό που μπορούμε να εννοήσουμε ως «τυραννική οικειότητα». Λαμβάνοντας υπόψη πως Η Τυραννία της Οικειότητας εκδίδεται αρχικά το 1977, η εξής παρατήρηση είναι άξια προσοχής: η υπερβολική έμφαση στη φαινομενική, ατομική ελευθερία που προσφέρει η ψυχανάλυση (τονίζει ο Sennett το ’77) επιφέρει απομάκρυνση από τη δημόσια ζωή, η οποία ταυτίζεται μάλιστα με κάτι «ξεπερασμένο και άδειο». Ίσως τα παραπάνω φανούν γνώριμα, αφού, σε κάθε περίπτωση, κάνουμε λόγο για επικοινωνία ή διάδραση στη δημόσια σφαίρα που καταπνίγεται από βίαιους περιορισμούς και ελλείψει οποίας «πολιτικές κατηγορίες» μετατρέπονται μάλλον σε «ψυχαναλυτικές», ολοένα και πιο ιδιωτικοποιημένες, κατηγορίες.
Αυτό που κατόρθωσε η φετινή διοργάνωση μέσα από την επιμέλεια του συνολικού προγράμματος είναι να αντιτείνει εναλλακτικές, πληθυντικές «οικειότητες» που επιδιώκουν να συνυπάρξουν και να συνδημιουργήσουν. Από το Digger, το Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι και το Παρί στο Kala Azar, το Bella και τα Μήλα (ονομαστικά), επιδιώκονται απελευθερωτικές οικειότητες που οραματίζονται ένα ευρύ γεωγραφικό, χρονικό και διαπροσωπικό φάσμα. Οι ταινίες αυτές υπογραμμίζουν, όμως, και κάτι ακόμα – πως, όσο εύκολο και αν είναι να αναπαράγουμε σήμερα τη λέξη «αλληλεγγύη», άλλο τόσο δύσκολη είναι η διεκδίκηση της ουσιαστικής και όχι επιφανειακής της ανάγνωσης μέσα σε ένα δημόσιο, «κοινό» πλαίσιο.
Τα συστήματα επικοινωνίας δυσλειτουργούν. Ηλεκτρονικές φωνές ηχούν κατ’ εντολή, σημειώνοντας στοιχεία κατά την πρωινή περίπολο. Παρ’ όλα αυτά, ταινίες συνεχίζουν να προβάλλονται στους κινηματογράφους. Ή αυτό τουλάχιστον σκιαγραφεί η καθολικά προσβάσιμη ταινία Πρωινή Περίπολος (1987) του Νίκου Νικολαΐδη, την οποία και λαμβάνω ως κατακλείδα του φεστιβάλ, αφού καλεί το θεατή να αναζητήσει μία «φυγή» από τη δυστοπική διαντίδραση (που και ο ίδιος ο σκηνοθέτης φοβόταν ότι θα πραγματωθεί) μέσα από τον έρωτα και ποιητικά, καθόλα μη βαρύγδουπα αφηγηματικά μέσα.
Και του χρόνου!