Συνέντευξη με την Ράνια Σχίζα.
Φωτογραφίες: Κατερίνα Μποτζώρη
Βίντεο: Κατερίνα Μποτζώρη / Άννα Καρμίρη
Ήχος: Νίκος Καλλιάνης
Η Ράνια Σχίζα, συνεπής στο ραντεβού της, ήρθε το μεσημέρι της Κυριακής, στο cafe «Art Rideaux» και μιλήσαμε για το έργο “Μια κανονική μέρα”, που θα παρουσιάσει στο Θέατρο Αυλαία. Χαμογελαστή, ειλικρινής και με αφοπλιστική απλότητα, δημιούργησε, πολύ γρήγορα, ένα αίσθημα οικειότητας. Μια ώρα μετά, μας είχε πείσει ότι η παράστασή της είναι κάτι παραπάνω από έναν, ακόμη, γυναικείο μονόλογο. Είναι η απεικόνιση μιας ολόκληρης κοινωνίας, σε κρίση, και η διαδρομή, που ακολουθεί το άτομο προς την προσωπική του κάθαρση.
Η κλισέ, πρώτη ερώτηση έχει σκοπό να σας γυρίσει μερικά χρόνια πίσω. Πότε και γιατί συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;
Τριγυρνούσα γύρω από την ηθοποιία, από μικρή ηλικία, αλλά δεν το έπαιρνα απόφαση. Μετά το λύκειο, πέρασα στο μαθηματικό, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν με ικανοποιούσε. Χρειάστηκε να συμβεί ένα τραγικό γεγονός σε έναν φίλο, που ήθελε να κάνει κάτι άλλο, από αυτό που έκανε, για να πειστώ και να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή. Κάπως έτσι, βρέθηκα στην σχολή «Βεάκη». Πρώτη μου δουλειά, το ’92, η “Αντιγόνη”, με σκηνοθέτη τον Λευτέρη Βογιατζή. Βουτιά, στα βαθιά.
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του Λευτέρη Βογιατζή, που τον τοποθέτησαν στο Πάνθεον των Ελλήνων σκηνοθετών;
Ένας μεγάλος θεατράνθρωπος. Πέρα από ταλέντο και αγάπη για τον ηθοποιό, είχε μια “μανία”. Μια “μανία”, που είναι απαραίτητη στην δουλειά μας. Τίποτα δεν θεωρούσε αυτονόητο. Έψαχνε την κάθε λεπτομέρεια, με τον ίδιο τρόπο που ένα μικρό παιδί ψάχνει τις λέξεις για να μιλήσει. Μπορώ να πω ότι ήταν ο “ψυχοπομπός” μου.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη, διευθύντρια, σήμερα, του Θεάτρου Τέχνης και σκηνοθέτης της παράστασής σας, θα λέγατε ότι χαρακτηρίζεται από αυτή την μανία;
Η Μαριάννα είναι, πλέον, ένας άνθρωπος, πολύ αγαπημένος μου, και τολμώ να πω πως είναι η καλύτερη συνεργασία, που είχα στην, μέχρι σήμερα, επαγγελματική μου πορεία. Το ήθος της είναι σπάνιο και θεωρώ ότι θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, στο τιμόνι του Θεάτρου Τέχνης. Πρώτη φορά συνεργαστήκαμε και θα ήθελα να το επαναλάβουμε. Με έκανε να δω τα πράγματα, με ένα νέο τρόπο. Της ζητήσαμε, με την Κατερίνα Γιαννάκου, τη συγγραφέα του έργου, να το σκηνοθετήσει και δέχτηκε.
Πώς έφτασε το έργο, στα χέρια σας;
Με την Κατερίνα, γνωριστήκαμε στο σίριαλ “Κούκλες”, στο Mega, όπου συνυπέγραφε το σενάριο. Κρατήσαμε επαφή και γίναμε φίλες. Το 2011, ήταν συχνό θέμα συζήτησης οι αυτοκτονίες, λόγω της οικονομικής κρίσης. Ένα πρωί, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ξύπνησε, με μια εικόνα. “Φως σε δύο γυναικεία πόδια, που πατάνε στο έδαφος και μετά φως σε δυο αντρικά πόδια, που κρέμονται”. Έτσι, ξεκίνησε να γράφεται το “Μια κανονική μέρα”.
Πώς ορίζεται η «κανονικότητα» μιας μέρας;
Η καθημερινότητά μας. Αυτά, που μας έχουν μάθει να κάνουμε. Το κανονικό έχει να κάνει με τους κανόνες που θέτουμε και μας θέτουν. Είναι πιο κοντά στα “πρέπει”, παρά στα “θέλω”. Σήμερα, προτιμώ να μου λένε “αυτός είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος”, παρά “ένας κανονικός άνθρωπος”. Η κανονικότητα δεν ωθεί τον άνθρωπο να βρει άλλες οδούς μέσα του, παρά τον αφήνει να κοιτάει απέναντι. Μέσα στο έργο, είναι πολύ έντονη η διαφορά ανάμεσα στα “θέλω” και στα “πρέπει”. Η πρωταγωνίστρια ήθελε να πει ότι αγαπάει τον άντρα της, αλλά έπρεπε να συγυρίσει και μετά να μαγειρέψει κι έτσι, περνούσε ο χρόνος και χάνονταν τα λόγια.
Η ηρωίδα, που υποδύεστε, είχε αφήσει, δηλαδή, για πολλά χρόνια τις υποχρεώσεις της να επικαλύψουν τις ανάγκες της;
Είναι μια γυναίκα, που αυτοπροσδιοριζόταν μέσα από τον άνδρα της. Εξαρτημένη οικονομικά από αυτόν, μιας και η ίδια δεν εργαζόταν. Ο άντρας της επικεφαλής, υπεύθυνος των οικονομικών του σπιτιού, ώσπου η φαινομενική ηρεμία διαταράχθηκε, λόγω της κρίσης. Τα χρέη έπνιξαν τον άνδρα, ο οποίος, μην αντέχοντας την ντροπή, επέλεξε να βάλει τέλος στην ζωή του. Και τώρα, αυτή θα πρέπει να σταθεί στα πόδια της και να προχωρήσει.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο σύζυγος διάλεξε τον πιο γενναίο τρόπο αντιμετώπισης.
Σε καμία περίπτωση, δεν είναι γενναιότητα. Ωστόσο, η αναξιοπρέπεια και η ντροπή, δεν φαίνεται να του άφησαν άλλα περιθώρια. Η αυτοκτονία υποδηλώνει αποδόμηση της σκέψης.
Είναι, λένε, περισσότερο δύσκολο γι’ αυτούς που μένουν, παρά γι’ αυτούς που φεύγουν.
Η γυναίκα που μένει πίσω, η ηρωίδα μου, πονάει, οργίζεται δίκαια, νιώθει τύψεις, περνάει από όλα τα στάδια. Νιώθει την ανάγκη να πει όλα, όσα δεν είχε πει τόσο καιρό προς τον άνθρωπό της, όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν ήταν απαραίτητο. Συνειδητοποιεί, από την αρχή, την αξία των πραγμάτων γύρω της.
Η οικονομική ύφεση προκάλεσε την κρίση αξιών ή το αντίστροφο; Είναι κάπως, σαν το ερώτημα με το αυγό και την κότα;
Είναι φαύλος κύκλος, αλλά να σου πω κάτι; Δεν πιστεύω πως η οικονομική ύφεση προκάλεσε μόνο κακό στην κοινωνία. Φτάσαμε σε θερμοκρασία βρασμού, ως κοινωνία, και βγήκε στην επιφάνεια ό,τι είχαμε αφήσει κάτω. Μια φούσκα ζούσαμε, που έσκασε. Αυτό, ακριβώς, βιώνει και η ηρωίδα μου. Η κινητήριός της δύναμη, βέβαια, για να επανέλθει, δεν είναι άλλη από τα παιδιά της.
Ποια είναι η φράση του κειμένου, που θα μπορούσε να κλείνει μέσα της όλο το νόημα του;
Είναι μια φράση που δεν κλείνει μέσα της μόνο το νόημα του έργου, αλλά, για μένα, και της ίδιας της ζωής. “Όταν δεν ζεις απλά, απλά δε ζεις”. Η απλότητα είναι δύσκολη, αλλά και τόσο απλόχερη, όταν την πετύχεις.
Πόσο εύκολα μετακινείται ο άνθρωπος, από την κανονικότητα του, και παλεύει για κάτι διαφορετικό;
Αν κάποιος χάσει τα πάντα, τότε το “τίποτα” γίνεται η δύναμή του και ξαναμπαίνει στο παιχνίδι. Δυστυχώς, όμως, είναι πιο συχνό φαινόμενο να μένουμε σε σχέσεις και καταστάσεις, που δεν ταράζουν την καθημερινότητα μας, κι ας είμαστε οι καταπιεσμένοι.
Πώς αντιδρά το κοινό, απέναντι στο έργο;
Υπάρχει κάθαρση στο φινάλε. Το κοινό λυτρώνεται κι ενθαρρύνει την κάθαρση αυτή. Ο θεατής είναι μέρος της παράστασης. Κι εγώ, όμως, αποφορτίζομαι, μέσα από αυτήν την διαδικασία. Τελειώνει η παράσταση και νιώθω ξεκούραστη.
Ο μονόλογος είναι πιο δύσκολος, επειδή είστε μόνη στην σκηνή;
Μπορεί να φαίνομαι μόνη στην σκηνή, αλλά δεν είμαι. Το θέατρο είναι συλλογική δουλειά και ακριβώς έτσι, το αντιμετωπίζω. Έχω μια ομάδα από πίσω, που με βοηθάει να «κοινωνήσω» το έργο στο κοινό. Ξέρω ότι όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω μου, εκτίθεμαι. Ωστόσο, ο ηθοποιός αυτό κάνει. Εκθέτει τον εαυτό του και, πολλές φορές, και την ανασφάλειά του. Αυτό, για μένα, είναι μαγικό. Η απογύμνωση πάνω στην σκηνή. Είναι σημαντική η αλήθεια.
Σας έχουν μιλήσει, μετά την παράσταση, για να μοιραστούν προσωπικές ιστορίες;
Πολλοί. Χαρακτηριστικά, αναφέρω ένα μήνυμα, που δέχτηκα από φίλη που είδε την παράσταση και μου έγραψε: “Η απώλεια δεν είναι πάντα ο θάνατος”. Και είχε δίκαιο.
Είμαστε μια κοινωνία σε πένθος, αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς πενθούμε.
Είναι διαχειρίσιμη η κατάσταση;
Η διέξοδος είναι η φαντασία. Να προσπαθήσουμε, να βρούμε νέους τρόπους. Να υπάρξει ανταμοιβή των όσων προσφέρει ο άνθρωπος, επαγγελματικά και κοινωνικά, και να διαπιστώσουμε την ουσία των πραγμάτων. Πρέπει να δράσουμε, να τολμήσουμε, να μετακινηθούμε, για να αλλάξουμε οπτική. Είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Πέρα από το θέατρο, είστε σε φάση επιστροφής στην τηλεόραση;
Τηλεόραση δε νομίζω να ξανακάνω σύντομα. Φυσικά και είμαι απόλυτα ευχαριστημένη από τις δουλειές που συμμετείχα, αλλά, τα τελευταία χρόνια, παρατηρώ βιασύνη και ροπή προς την προχειρότητα. Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος και είμαι πολύ χαρούμενη, που θα ξεκινήσουμε γυρίσματα, για τη νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, “Kalashnikov”.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ρωτήσω αν στα επαγγελματικά βάζετε τα «θέλω», πάνω από τα «πρέπει».
Θέλω να παλεύω με τα δύσκολα και να με δοκιμάζω γενικά. Ειδικά, σε επαγγελματικά ζητήματα, νιώθω να με υποσκάπτω. Δεν αντέχω την ρουτίνα. Ό,τι έχω κάνει στο θέατρο και την τηλεόραση, το έχω κάνει από επιλογή. Είναι σφοδρή η σχέση μου, με την δουλειά μου. Δεν γίνεται αλλιώς.
______________________
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική επιμέλεια: Νέστορα Κοψιδά
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία Παπαδοπούλου
Ερμηνεύει η Ράνια Σχίζα.
Παραστάσεις
5-9 & 12-16 Νοεμβρίου 2014
Ημέρες και Ώρες Παραστάσεων
Τετάρτη-Σάββαρο: 21.00, Κυριακή 20.00
Τιμές Εισιτηρίων
Γενική Είσοδος 15€, Μειωμένιο 12€